Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ ΚΟΥΒΑΣ ΜΕ ΝΕΡΟ


Προσπαθούμε στο κοράκι να μην αναφερόμαστε συχνά στον «ελέφαντα στο δωμάτιο», την οικονομική κρίση και τις τόσες της προεκτάσεις στα πάντα. Είναι όμως δύσκολο. Γιατί πλέον φοβάμαι πως δεν είναι μια οικονομική κρίση, αλλά μια νέα πραγματικότητα και από αυτήν δύσκολα μπορεί κανείς να ξεφύγει οτιδήποτε κι αν προσπαθήσει να θίξει. Βεβαίως δεν θέλω να μιλήσω για τα αίτιά της, τις επιπτώσεις της σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα και το αν αντιμετωπίζεται σωστά σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο ή όχι. Θα προσπαθήσω να σας εμπνεύσω σχετικά με  την δική μας, και με τη δική μας εννοώ των νέων παιδιών, αντιμετώπιση απέναντι στις νέες συνθήκες, όπως με ενέπνευσαν και εμένα. Εξάλλου, και να ήθελα να πω κάτι καινούριο, δεν υπάρχει παρθενογένεση.

Το μέλλον της γενιάς μας έχει υπονομευτεί. Είναι αβέβαιο. Ξέρετε γιατί και πώς, και όλο το παρασκήνιο έχει περιγραφεί από άλλους ανθρώπους πολύ καλύτερα απ’ όσο θα μπορούσα να το περιγράψω ποτέ εγώ όχι με ένα μικρό άρθρο, αλλά με συγγράμματα. Άλλωστε η αλήθεια είναι πως έχω μαύρα μεσάνυχτα και είμαι εξαιρετικά ημιμαθής, αλλά τουλάχιστον ζω σε μία χώρα που η πλειονότητα θα με προστατέψει γιατί τα ξέρει όλα καθώς ενημερώνεται από την τηλεόραση, και δεν ανησυχώ. Για όλους η κατάσταση είναι δύσκολη ή τουλάχιστον δυσκολότερη, όλοι έχουν να πουν κάτι για να αποδώσουν και να προσάψουν ευθύνες, να τις επωμιστούν, να προτείνουν λύσεις κι όλα αυτά τα εξαιρετικά. Και μάλλον όλοι όσοι κατηγορούν σήμερα κάποιους άλλους φέρουν και οι ίδιοι μερίδιο ευθύνης.

Υπάρχουν όμως κάποιοι που σίγουρα δεν έφταιξαν σε τίποτα, γιατί δεν άσκησαν κανένα εκλογικό δικαίωμα στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, δεν είχαν λόγο στη χάραξη της πολιτικής και των αποφάσεων, καμία συμμετοχή στη διαμόρφωση της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, δεν διαχειρίστηκαν κανέναν πόρο έμμεσα ή άμεσα και γενικότερα δεν είχαν καμία ανάμειξη.

 Και φυσικά αυτοί είμαστε εμείς οι νέοι. Που βέβαια, ειδικά εμείς οι μαθητές του κολλεγίου Ανατόλια, καρπωθήκαμε και καρπωνόμαστε την γλύκα της νεοελληνικής φούσκας (και θα ‘πρεπε να είμαστε ευγνώμονες για αυτό) αλλά και πάλι δεν ήταν δική μας επιλογή. Ενδεχομένως να διαχειριζόμασταν εξίσου λανθασμένα ή και χειρότερα τους πόρους ή τις καταστάσεις σε κοινωνικό επίπεδο αλλά εφόσον δεν μπορεί να αποδειχτεί κάτι τέτοιο δικαιούμαστε να κρίνουμε τους μεγαλύτερους, όσο μικρό ή μεγάλο μερίδιο ευθύνης κι αν τους αναλογεί, γιατί κάθε λαός αξίζει τους ηγέτες του και την ευθύνη της  διαφθοράς ή της ανικανότητας των κυβερνόντων την επωμίζεται το εκλογικό σώμα σε μία κοινοβουλευτική δημοκρατία. (στην πράξη βέβαια αυτό που ισχύει στην χώρα μας ρέπει περισσότερο προς την κοινοβουλευτική δικτατορία, αλλά ας μιλήσουμε πιο θεωρητικά γιατί η ουσία για μας δεν βρίσκεται στο πόσο φταίνε, αλλά στο ότι πράγματι φταίνε.)

Ας ασκήσουμε λοιπόν εντονότατη κριτική στην προηγούμενη γενιά, τους γονείς, τους καθηγητές, τους πολιτικούς, τους κυβερνόντες και γενικά όλους τους φορείς που ανήκουν σε αυτήν, και ας τους την πούμε, γιατί άλλωστε όλοι θα μπορούσαν να είχαν κάνει περισσότερα και να προτάξουν περισσότερο το συλλογικό συμφέρον έναντι του ατομικού. Ας τους επισημαίνουμε συνεχώς το πόσο πολύ υπονόμευσαν το μέλλον μας και το πόσο άδικο είναι το ότι μας κληροδοτούν ένα κράτος γονατισμένο, υπερχρεωμένο, για κάποιους έρμαιο ξένων δυνάμεων και όχι αυτοδύναμο και ανεξάρτητο, και συνθήκες μέσα στις οποίες το πιθανότερο είναι πως θα είμαστε κακοπληρωμένοι ή άνεργοι αν παραμείνουμε στη χώρα.

Όμως, όλος αυτός ο οίστρος, στην καλύτερη περίπτωση θα αποτελέσει μια εποικοδομητική κριτική, με την έννοια ότι μπορεί να αισθανθούν οι μεγαλύτεροι πιο άσχημα από το γεγονός ότι τα παιδιά τους τούς κρίνουν και τους προσάπτουν ευθύνες και κατηγορίες, και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να σταθούμε εκεί ή να αισθανθούμε ικανοποιημένοι μόνο με μία τέτοια διαδικασία. Αυτό που πρέπει να αντιληφθούμε είναι πως τέτοια καταστροφικά λάθη οφείλουν να αποφευχθούν στο μέλλον, όταν εμείς επιτέλους θα μπορούμε να ασκήσουμε το εκλογικό μας δικαίωμα, να πολιτευτούμε αν θεωρήσουμε πως «κανείς δεν είναι αρκετά καλός για την ψήφο μας» και να έχουμε λόγο στο πλαίσιο της δημοκρατίας μας για την χάραξη της πολιτικής και του κοινωνικού γίγνεσθαι. Θα πρέπει, έχοντας ένα τρανό παράδειγμα προς αποφυγήν, να ενσαρκώσουμε το σημαντικότερο αρχαιοελληνικό ιδεώδες και να προτάσσουμε το συλλογικό έναντι του ατομικού συμφέροντος σε κάθε περίπτωση.

Θα επιστρέψω λοιπόν στο σημείο εκείνο που ανέφερα πριν, δηλαδή το ότι καρπωθήκαμε το όποιο ελληνικό παράδοξο και φοιτούμε στο κολλέγιο Ανατόλια, γιατί είναι τελικά πολύ σημαντικό. Ειδικά εμείς οι μαθητές ενός εξαιρετικού σχολείου που παρέχει τόσες δυνατότητες και ευκαιρίες, οφείλουμε, ιδιαίτερα μέσα στις νέες συνθήκες, να το εκμεταλλευόμαστε στο έπακρο. Η τρομακτική αλήθεια είναι πως με τις μέσες αποδοχές και τα εισοδήματα για τους εργαζομένους στην Ελλάδα να βρίσκονται στα σημερινά επίπεδα και μάλιστα αυτά να μειώνονται, αν οι γονείς μας επένδυσαν ένα ποσό «συνολικά για τη φοίτησή μας στο σχολείο όλα αυτά τα χρόνια, χωρίς να υπολογίσουμε καν τα φροντιστήρια ή τα ιδιαίτερα μαθήματα που κάνουν πολλοί, το ποσό «που προβλέπεται να κερδίζει ο καθένας μας στα χρόνια που θα εργάζεται μπορεί να μην αποσβέσει ή να εξισώσει ποτέ το ποσό «που επενδύθηκε. Και αυτό μας αποδεικνύει το πόσο σημαντικά είναι όλα τα υπόλοιπα στο σχολείο, όπως για παράδειγμα η σφαιρική μόρφωση, η πνευματική καλλιέργεια, οι συναναστροφές και το ευρύτερο
περιβάλλον.

Αν προσεγγίζαμε τα πράγματα πιο κυνικά και μαθηματικά, πιθανότατα να μην μας έστελναν σ’ αυτό το σχολείο, γιατί η επένδυση δεν αποδίδει ως προς τα λεφτά και τις υλικές απολαβές. Οι πνευματικές απολαβές όμως δεν χωρούν σε εξισώσεις. Και το μέλλον που ευελπιστώ ως ρομαντικός και αφελής νέος να χτίσουμε, προτιμώ να έχει πνευματικά θεμέλια και όχι υλικά. Στην κοινωνία που θέλω να ζήσω στα ενήλικά μου χρόνια εύχομαι να μην είναι κανείς ό, τι έχει, όπως τώρα, αλλά ό, τι κάνει.

Όπως οι πνευματικές απολαβές δεν χωρούν σε μαθηματικές, απλές εξισώσεις, έτσι και οι κρίσεις αξιών, θεσμών ή πνευματικότητας δεν είναι εξίσου αναγνωρίσιμες με τις οικονομικές ή τις υλικές κρίσεις. Μπορεί ένας λαός να αδιαφορούσε για τα κοινά για δεκαετίες, οποιοσδήποτε φορέας με τον προσδιορισμό «νεοελληνικός» να αποτελούσε ανέκδοτο, οι νέοι να αναλώνονταν σε επουσιώδεις ασχολίες και το εκπαιδευτικό σύστημα να μην διέπλαθε δημοκρατικούς πολίτες αλλά καταναλωτές, όμως χρειάστηκε να χάσουν άνθρωποι το δεύτερό τους αυτοκίνητο ή άλλα υλικά αγαθά για να ταρακουνηθεί μια κοινωνία. Βεβαίως ήταν πολύ αργά, με αποτέλεσμα στη συνέχεια άνθρωποι να χάσουν τις δουλειές τους, τη σύνταξή τους, τα κεκτημένα και τα δίκαιά τους, και κάπως έτσι ξυπνήσαμε ένα πρωί στην Ελλάδα, «την Ελλάδα της επόμενης μέρας» όπως υπόσχονταν κάποιοι κουστουμάτοι κύριοι, όπου η Χρυσή Αυγή ψηφίζεται από το 12% περίπου (τουλάχιστον έτσι μας λέει η αγαπημένη μας τηλεόραση) των Ελλήνων. Για μένα είναι τρομακτικές όλες αυτές οι συνθήκες όπως διαμορφώθηκαν, και ειδικά το γεγονός ότι η κοινωνία είναι τόσο καταπιεσμένη σε κάποιες περιπτώσεις και τόσο απαίδευτη σε άλλες που «θα φάει και τη σβάστικα» είναι κάτι που με τρομάζει και με ανησυχεί πολύ για το μέλλον μου στην πατρίδα μου. Αναγνωρίζω όμως ότι αυτό είναι, και πως αν θέλω με τη μικροσκοπική μου ύπαρξη κάτι να κάνω για να το αλλάξω ή να το βελτιώσω θα πρέπει να εργαστώ σκληρά και υπεύθυνα, είτε αυτό σημαίνει σε πρώτη φάση πως θα πρέπει να εκμεταλλεύομαι τις δυνατότητες που τόσο απλόχερα μου παρέχει το σχολείο, είτε πως μεθαύριο θα πρέπει να ενδιαφέρομαι ενεργότερα για τα κοινά και να προσφέρω όπως μπορώ και όποτε μπορώ το λιθαράκι μου για το συλλογικό συμφέρον. Πάντοτε μπορούμε να γκρινιάζουμε στους μεγάλους για το μέλλον που θα μας παραδώσουν, πάντοτε να αναλωνόμαστε σε δικαιολογίες όπως «δεν το επέλεξα εγώ» ή «είναι άδικο». Αυτή η στάση όμως, η εύκολη αυτή λύση, δεν θα μας οδηγήσει πουθενά.

Όταν ο Κολοκοτρώνης κίνησε να κάνει μαζί με άλλους Έλληνες του έπους του 1821 την επανάσταση ενάντια στον τουρκικό ζυγό, δεν αρκέστηκε σε ένα άλλοθι, δεν είπε «δεν ήμουν παρών στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1453 και δεν έφερα εγώ την Οθωμανική εξάπλωση στον Ελλαδικό χώρο». Έκανε όπως και άλλοι τόσοι μαζί του μία γενναία και ηρωική υπέρβαση και σήμερα τιμάται ως ήρωας...

Όταν νέοι άνθρωποι, λίγο μεγαλύτεροι από εμάς, ξεκίνησαν μια μέρα για το μέτωπο της Πίνδου το 1940, δεν είπανε «δεν πάω να πολεμήσω γιατί δεν επέλεξα να γεννηθώ σε αυτή την εποχή». Έκαναν όπως και άλλοι τόσοι μαζί τους μία γενναία και ηρωική υπέρβαση και σήμερα τιμώνται ως ήρωες.





Frodo: I wish the ring had never come to me. I wish none of this had happened.
Gandalf: So do all who live to see such times. But that is not for them to decide. All we have to decide is what to do with the time that has been given to us..
Ευχαριστούμε τον Αντρέα Λάσκαρη για το σκίτσο.
 
Η ιστορία, πόσο μάλλον η εθνική ιστορία, έχει νόημα γιατί συνδέεται με το σήμερα. Και ο ελληνικός λαός έχει πολύ βαριά ιστορία. Οφείλουμε να μαθαίνουμε από αυτήν και να αποφεύγουμε λάθη, να εμπνεόμαστε και να προσπαθούμε ώστε αυτοί που θα διαβάζουν τη δική μας ιστορία να εμπνευστούν και όχι να έχουν κι άλλα παραδείγματα προς αποφυγή.

Στον χώρο αυτό που εμείς οι νέοι σήμερα ονειρευόμαστε, μιζεριάζουμε, στεναχωριόμαστε, παλεύουμε, αισθανόμαστε και ζούμε, γεννήθηκε χιλιάδες χρόνια πριν το αρχαιοελληνικό πνεύμα. Εδώ γεννήθηκε ο Όμηρος της ραψωδίας, ο Ξενοφώντας και ο Θουκυδίδης της ιστορίας, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης της τραγωδίας, ο Λυσίας και ο Δημοσθένης της ρητορικής, ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης της φιλοσοφίας και ο Περικλής της δημοκρατίας. Ο ίδιος ήλιος του Ελύτη τους έλουζε, ο ίδιος ήλιος που μας φωτίζει και εμάς. Μην γελιέστε, απογόνους των ανθρώπων αυτών δεν μας καθιστά το επίθετό μας, το χρώμα του δέρματός μας ή τα γονιδιακά μας χαρακτηριστικά.

Απόγονούς τους μας καθιστούν τα βιβλία μας. Η παιδεία μας. Και δεν είναι τυχαίο το ότι ανέφερα τους συγκεκριμένους, γιατί τους διδάχτηκα όλους στο σχολείο: Στην πρώτη και δευτέρα γυμνασίου την «Οδύσσεια» και την «Ιλιάδα» του Ομήρου, στην τρίτη γυμνασίου την «Ελένη» του Ευριπίδη, στην πρώτη λυκείου τα «Ελληνικά» του Ξενοφώντα και την «Ιστορία» του Θουκυδίδη, στη δευτέρα λυκείου την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή και στην τρίτη λυκείου τον «Επιτάφιο» του Θουκυδίδη, έναν λόγο που αγορεύει ο Περικλής και είναι ένας ύμνος προς τη δημοκρατία. Για να μην μιλήσω για την αθάνατη θεωρητική (!) που διδάσκεται τους ρήτορες Λυσία και Δημοσθένη, καθώς και τους σημαντικότατους φιλοσόφους Σωκράτη, Πλάτωνα και Αριστοτέλη...

 
Μάθαμε όμως να απαξιούμε για την κλασσική μας παιδεία, το ίδιο το σύστημα επέμεινε πολύ στους γραμματικούς τύπους και τα συντακτικά φαινόμενα, και κάπου στην πράξη αυτό που στα χαρτιά μοιάζει με μια εξαίρετη παιδαγωγική πορεία που θα διέπλαθε συνειδητοποιημένους πολίτες με πατριωτική συνείδηση και δημοκρατική ιδιοσυγκρασία, κατέληξε να είναι μία αντιπαθητική αγγαρεία, ένα αναγκαίο κακό σε έναν κόσμο με τόσες αποσπάσεις και άλλες, πολύ πιο ελκυστικές, ασχολίες να μας κερδίζουν. Κάπως έτσι οι εν δυνάμει «πνευματικές οντότητες» έγιναν «παθητικοί αποδέκτες», οι «δημοκρατικοί πολίτες» έγιναν «απαίδευτοι καταναλωτές» και οι «ευτυχισμένοι άνθρωποι» έγιναν «επιτυχημένοι υποψήφιοι»..

Πρέπει λοιπόν να αλλάξουμε. Να δώσουμε αξία στην παιδεία μας εμείς οι ίδιοι προτού αξιώσουμε να είναι καλύτερη και να προσπαθούμε όσο περισσότερο μπορούμε για να χτίσουμε σωστά το μέλλον μας, γιατί όσο κι αν φταίνε ή δεν φταίνε οι προηγούμενοι για τη διαμόρφωσή του, εμείς θα ζήσουμε σε αυτό.

Πράγματι, όλα αυτά απλώς ακούγονται ωραία, είναι εξαιρετικά συνθήματα για εσωτερική κατανάλωση, και όντως έχει μικρή αξία να τα λέει κανείς σε μια «εφημερίδα». Σημασία όμως δεν έχουν τα λόγια και ούτε έχει μεγάλη διαφορά το αν λένε μεγάλες αλήθειες ή μεγάλες μπαρούφες. Σημασία έχει η πράξη, και στην πράξη με τον Αλέξανδρο φτιάξαμε έναν χώρο ελεύθερης έκφρασης, στην πράξη προσπαθούμε να το κάνουμε μόδα για να γράφουν και να διαβάζονται κι άλλα παιδιά και στην πράξη υπερασπιζόμαστε ένα ανώτερο δημοκρατικό  ιδανικό σε μια εποχή που η δημοκρατία και οι αξίες που την συναπαρτίζουν αμφισβητούνται. Και δεν ήταν τόσο δύσκολο τελικά. Απλώς το συζητήσαμε λίγο συγκριτικά με το πόσο το δουλεύουμε έκτοτε.

 Το πρόβλημα είναι πως έχουμε μάθει να συζητάμε πολύ και να δουλεύουμε λίγο, να πουλάμε πολύ πρόλογο και να αρεσκόμαστε σε αποφάσεις που μένουν μετέωρες. Έχουμε μάθει να κρίνουμε τους άλλους, και όχι να κάνουμε την αυτοκριτική μας. Να αποδίδουμε τις ευθύνες αλλού, και όχι στον εαυτό μας. Να διδάσκουμε, και όχι να μαθαίνουμε. Να λέμε, και όχι ακούμε.

Κι εγώ με τη σειρά μου δεν θέλω τίποτα περισσότερο από το να ακούσω εσάς, γιατί εξάλλου το να ακούς ή το να διαβάζεις είναι πραγματικός πλούτος. Περιμένουμε άρθρα σας, απόψεις σας, προβληματισμούς σας και ότι άλλο θέλετε να πείτε. Είτε αυτό αφορά βαρυσήμαντα κοινωνικοπολιτικοφιλοσοφικά θέματα, είτε πρόκειται για τις νέες τάσεις της μόδας. Θέλουμε διαμετρικά αντίθετες από τις δικές μας απόψεις και είμαστε διατεθειμένοι να αλλάξουμε την οπτική μας γωνία όσο αξιώνουμε να είναι διατεθειμένοι να αλλάξουν τη δική τους αυτοί που διαφωνούν. Αυτή είναι άλλωστε και η βασικότερη προϋπόθεση του διαλόγου, μιας ακόμη διαστρεβλωμένης έννοιας στη σύγχρονη Ελλάδα.

Το κοράκι δεν είναι παρά η υπεράσπιση μιας ιδέας, η ενσάρκωση ενός ιδανικού με κάπως ατυχές όνομα. Παρέχει στον καθένα μας τη δυνατότητα να εκφραστεί ελεύθερα. Εξάλλου αυτό είναι η ελευθερία: δυνατότητες. Και όλοι εμείς έχουμε πολλές δυνατότητες. Είμαστε αρκετά τυχεροί ώστε κάποιοι να φροντίζουν για αυτό, και τώρα έρχεται η σειρά μας να τις εκμεταλλευτούμε.

Για όποιους αισθάνονται πως τα πράγματα είναι τρομακτικά δύσκολα ή πως είναι πολύ άδικα τα όσα μας ανατέθηκαν να αντιμετωπίσουμε, σας παραθέτω τα σοφά λόγια του Γκάνταλφ, και ελπίζω με το ασήμαντο αυτό άρθρο ή με την κωμικά μικρή μας εφημερίδα, να κατάφερα να πετάξω έναν μικρό κουβά με νερό σε μια πυρκαγιά που βρίσκεται μπροστά μου. Δεν θα σβήσει τη φωτιά.

Αλλά αξίζει να τον πετάξω. (;)

 Του Κωνσταντίνου Ζβε

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου