Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

ΈΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ


Η καταγγελία δεν είναι ρουφιανιά. Μάλλον η καταγγελία είναι ρουφιανιά μόνο σε περιπτώσεις που καταγγέλλει παρανομίες στο πλαίσιο ενός ανελεύθερου δικτατορικού ή αντιδημοκρατικού καθεστώτος. Εκείνη η καταγγελία είναι καλό να θεωρείται ρουφιανιά και να έχει αρνητικό σημασιολογικό περιεχόμενο. Όχι όμως η καταγγελία στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, πόσο μάλλον στο σχολείο μας, πόσο μάλλον σε περιστατικά σχολικού εκφοβισμού. Τότε είναι καταστροφικό να υπάρχει μια επικρατούσα άποψη και μια νοοτροπία που να θέλει την καταγγελία ρουφιανιά. Γιατί σε ένα τέτοιο καθεστώς η ανομία κάνει πάρτι, η όποια εξουσία που υπερασπίζεται το δημοκρατικά συντεταγμένο θεσμικό δίκαιο και τους αδυνάμους δεν έχει επίγνωση των κρουσμάτων και δεν μπορεί να επέμβει, και τέλος οι νόμοι χάνουν την ισχύ τους.
Δεν πάσχουμε από την απουσία ομάδων καταστολής ούτε από εξαιρετικά πολλά εγκληματικά μυαλά, ούτε στην Ελλάδα αλλά ούτε και στο σχολείο. Πάσχουμε από τη διαδεδομένη και επικρατούσα στάση και αντίληψη του παρατηρητή. Τη στάση εκείνου  του «πολίτη» που δεν καταγγέλλει τον γείτονά του, μολονότι φοροδιαφεύγει, για να μην τον πούνε ρουφιάνο. Τη στάση  εκείνου του μαθητή που δεν επισημαίνει τα κρούσματα bullying για να μην τον πούνε καρφί. Πάσχουμε από το γεγονός ότι η ηθική της εποχής προστάζει να κάνουμε το εύκολο και όχι το σωστό.
Η ετήσια ημέρα κατά του bullying δεν θα κάνει κανένα καλό, ούτε θα αντιμετωπίσει τα κρούσματα σχολικού εκφοβισμού ή βίας, γιατί τα υποκείμενα που λαμβάνουν μέρος στη συζήτηση εισέρχονται και αποχωρούν από αυτήν με τις ίδιες απόψεις, την ίδια νοοτροπία. Αν θέλει κανείς να αλλάξει την νοοτροπία στην Ελλάδα, ας καθιερώσει ετήσια ημέρα «Κατάγγειλε τον γείτονά σου» όπως στη Γερμανία ή «Κατάγγειλε τον συμμαθητή σου». Σ’ αυτήν την ημέρα θα πρέπει ο κάθε μαθητής σε ένα ανώνυμο χαρτάκι να καταγγείλει έναν συμμαθητή του για κάποιο παράπτωμα, όσο μικρό ή σημαντικό κι αν είναι αυτό, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να απενοχοποιηθεί η καταγγελία. Εξάλλου και τα «μικρά» και τα «ασήμαντα»  οφείλουν να καταγγέλλονται, εφόσον δόγμα της ηθικής είναι πως είτε κανείς κλέψει ένα, είτε κλέψει εκατομμύρια, είναι το ίδιο.
Η εξουσία στα δημοκρατικά καθεστώτα πηγάζει από τον λαό. Δεν μπορεί να τα ξέρει όλα. Η μαύρη τρύπα από την φοροδιαφυγή στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια ανέρχεται σε κάτι δισεκατομμύρια. Αναρωτιέμαι αν για τους Έλληνες δεν ίσχυε πως καταγγελία είναι και ρουφιανιά, μήπως θα ήταν ευκολότερη η πάταξή της. Δεν ξέρω. Πάντως αν οι μαθητές κατήγγειλαν τα περιστατικά σχολικού εκφοβισμού στο σχολικό περιβάλλον, σίγουρα η κατάσταση θα βελτιωνόταν.
Βεβαίως όμως, εμάς μας αρέσει το bullying και τα πειράγματα όσο μας αρέσει η βία. Μας αρέσουν τα περιστατικά με ξύλο που όλοι συζητάμε και κουτσομπολεύουμε, όσο μας αρέσει να ακολουθούμε με ενθουσιασμό ως λαοθάλασσα παρέες που πάνε για ξύλο. Μετά από όλα αυτά μας αρέσει να δικαιολογούμε τον όποιον δεν καταγγέλλει τις ανομίες γιατί μπορεί και ο ίδιος να πέσει θύμα σχολικού εκφοβισμού ή να φάει δούλεμα, κι έτσι τα βρίσκουμε με την ηθική μας (ποια ηθική) και τη συνείδησή μας (ποια συνείδηση). Φυσικά, πάντοτε υπερασπιζόμενοι στις συζητήσεις τη δημοκρατία, την ισότητα, την πάταξη της ανομίας και την καταδίκη της βίας.
Έλληνας. Νεοέλληνας.

Του Κωνσταντίνου Ζβε


ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ 2


Όταν κάποιος υποκρίνεται, δε σημαίνει απαραιτήτως ότι ψεύδεται. Όταν κάποιος υποκρίνεται, φέρεται αντίθετα και μη συμβατά με την ιδεολογία που υπηρετεί μπροστά στους τρίτους. Το ερώτημα όμως έρχεται να τεθεί όταν αδυνατείς να αναγνωρίσεις την υποκρισία, γιατί η αντισυμβατική συμπεριφορά αντικαθιστά τη φυσιολογική συμπεριφορά του ατόμου. Πιο συγκεκριμένα, όταν αντιστρέφονται οι ρόλοι και πλέον ο ιδεαλιστής δημοκράτης μεταμορφώνεται σε ταραχοποιό στοιχείο, ο γνωστός στους περισσότερους από εμάς «μπαχαλάκης».
Για κάποιο ιδιαιτέρως αξιοπερίεργο λόγο στο ελληνικό σχολείο το παραπάνω φαινόμενο κερδίζει έδαφος κάθε μέρα που περνάει. Ο σχετικά ήρεμος και συγκροτημένος μαθητής της 2ας λυκείου έρχεται να μετατραπεί σε μια αδιανόητα βανδαλιστική ύπαρξη που δε θυμίζει σε τίποτα τη γοητευτική επαναστατική ατμόσφαιρα που προσέδιδε ο Τζέημς Ντην στις πράξεις του. Το είδος αυτό τριτολυκειακού μαθητή το ονομάζω «μπαχαλάκη χωρίς αιτία» αφού ένα είδος συναισθηματικού αλλά κυρίως πνευματικού εγκλωβισμού, ωθεί τον τελειόφοιτο να δείξει τη χαμένη του ελευθερία με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Φωνές, συνθήματα, προσβολές και διαφόρων ειδών βανδαλισμοί είναι μερικά από τα κύρια όπλα των μπαχαλάκηδων τα οποία χρησιμοποιούν εκτός αλλά και εντός της τάξης, με μοναδικό σκοπό να επαναφέρουν στην τάξη το ίδιο κλίμα με αυτό που επικρατούσε στο «Ρόδα Τσάντα και Κοπάνα».
Το πιο οδυνηρό απ’όλα βέβαια, είναι πως σε αυτή την ανώριμη παιδιάστικη κατάντια μπορεί να κυλήσει οποιοσδήποτε, ακόμα και ένας νοητικά ισορροπημένος και ενεργός άνθρωπος που λόγω του ανταγωνιστικού πέπλου που καλύπτει την 3η λυκείου, κατεβάζει τους διακόπτες της κριτικής σκέψης και της ευγένειας για να ανάψει το σκοτάδι της μόνιμης προσβολής μέσα στο μυαλό του. Το γιατί αυτή η επιβλαβής έξαψη ενδυναμώνεται στην τελευταία τάξη του σχολείου δεν είναι τυχαίο, όπως τυχαία εξάλλου δεν είναι και η ομοιότητα των στερεοτυπικών συμπεριφορών των μπαχαλάκηδων οι οποίοι δεν χάνουν την ευκαιρία για βεβήλωση ηθικών αρχών και … μαθημάτων γενικής παιδείας.
Τα συμπτώματα του ιού του μπαχαλάκη χωρίς αιτία ξεκινούν να εμφανίζονται στο μυαλό των υποψηφίων όταν υποσυνείδητα ξεκινούν να υποτιμούν τη σημασία των μαθημάτων γενικής παιδείας, μελετώντας τα σημαντικά μαθήματα κατεύθυνσης στις ώρες της ιστορίας και της κοινωνιολογίας. Σε ποιον όμως μπορεί κανείς να προσάψει την ευθύνη; Στα παιδιά που ξεχνούν την ιδιότητά τους ως μαθητές όταν προσπαθώντας να προλάβουν να ανταπεξέλθουν στον αρρωστημένο φόρτο καθηκόντων που απλόχερα προσφέρουν οι φορείς παραπαιδείας ή στους καθηγητές, που εάν προσπαθήσουν να επαναφέρουν την τάξη μέσα στην τάξη θα έρθουν αντιμέτωποι με έναν «μαφιόζικο» βομβαρδισμό παράλογων απαιτήσεων γονέων, που εσφαλμένα έχουν σχηματίσει την εντύπωση μιας σχολικής χρονιάς υποχρεώσεων χωρίς καμιά ευθύνη;
Τι γίνεται όμως όταν αυτός ο ανούσιος αμοραλισμός μαθητών και καθηγητών φαντάζει λογικός και δικαιολογημένος μέσα στον παραλογισμό των εποχών. Τότε κάτι πάει πραγματικά στραβά. Όταν τα ίδια αυτά παιδιά που έχουν μάθει να υπακούουν τυφλά τους νόμους του Νεύτωνα και τους κανόνες σύνταξης δεν είναι σε θέση να σέβονται τους κανόνες κοινωνικής λογικής, τότε είναι που καταστάσεις εκτροχιάζονται και βγαίνοντας από τις ράγες της παραφροσύνης κινούνται τώρα στον άξονα της υποκρισίας. Μια υποκρισία που γεννάται όταν τα ίδια άτομα που γράφουν εκθέσεις εκθειάζοντας τον σεβασμό προς τον συνάνθρωπο, το φυσικό περιβάλλον και την ιδιωτική και δημόσια περιουσία, είναι αυτοί που προσβάλλουν με το θρασύτατο δυνατό τρόπο τον καθηγητή της γενικής παιδείας, μολύνουν τον κοινόχρηστο σχολικό χώρο με τα απορρίμματα και την προκλητική τους συμπεριφορά και βεβαίως καταστρέφουν τουαλέτες και λάμπες χάριν αστεϊσμού.
Δυστυχώς στον κόσμο αυτό υποκριτής μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε. Υποκριτής μπορεί να είναι και ο φροντιστής που κακολογεί το εκπαιδευτικό σύστημα, μπορεί να είναι ο δημοκράτης που δεν είναι ικανός για διάλογο, υποκριτής είναι ακόμα και ο άπραγος ανθρωπιστής. Μπορεί να είσαι εσύ, μπορεί να είμαι εγώ, και τίποτα δεν μας εξαγνίζει. Δικαιολογίες δεν υπάρχουν. Μονάχα πετυχημένα ψέματα.

Του Αλέξανδρου Γκορόπουλου

ΕΙΔΗ ΠΡΟΙΚΟΣ (Σεντόνια, Παπλωματοθήκες, Νυφικά..)



         Λέγομαι  Έφη Βαρακλιώτου, είμαι φιλόλογος, καθηγήτρια στο 1ο Λύκειο και υπεύθυνη για τα φορέματα και την εμφάνιση των τελειοφοίτων του Ανατόλια την ημέρα της αποφοίτησής τους στο ανεπανάληπτο για τους ίδιους και τις ίδιες, για τους γονείς, τις γιαγιάδες και τους παππούδες, για τους φίλους και το pet τους Commencement.
       Κάθε χρόνο μου ανατίθεται ένα υπέροχο όσο και δύσκολο καθήκον: να μεταλαμπαδεύσω  γνώσεις αισθητικής, υψηλής ραπτικής, κομμωτικής, να προτείνω μακιγιάζ, μανικιούρ, πεντικιούρ, παπούτσια, αξεσουάρ και όλα αυτά με ένα ξερό πτυχίο φιλολογίας…
     Κάθε χρόνο κάνω την ίδια ενημέρωση, που θα διαβάσετε παρακάτω, προσπαθώντας να πείσω μαθητές και μαθήτριες ότι η μέρα του Commencement δεν είναι η στιγμή να αντικρύσουμε τα κάλλη τους σε πλήρη ανάπτυξη και φούντωμα - γιατί μαζί φουντώνω κι εγώ και οι συνάδελφοι , και είμαστε σε επικίνδυνη ηλικία για εμφράγματα και εγκεφαλικά. Μ’ ακούτε; Μπααα….
     Δεν θα υποχωρήσω και δεν θα παραιτηθώ: και από το Κοράκι τούτο θα τα ξαναπώ (και εδώ θα ήθελα να ευχαριστήσω τη μαθήτριά μου Γιώτα Μπερτσιμά για την ευγενική παραχώρηση της στήλης της και είθε οι θεοί της haute couture να την ανταμείψουν για την μεγαλοψυχία της), για να εξακριβώσω και μόνη μου πια τη δύναμη των ΜΜΕ για την οποία τόσα έχω διαβάσει στις εκθέσεις σας. Λοιπόν…

ΑΓΟΡΙΑ
1) Πρέπει να φορέσετε κοστούμι. Πρέπει να φορέσετε κοστούμι. Πρέπει να φορέσετε κοστούμι. Καλά; Μαύρο ή σκούρο μπλε. ΟΧΙ άσπρο, γαλάζιο, κίτρινο, κόκκινο, ροζ με πράσινα πουά…  Αυτά να τα βάλετε στον γάμο σας, αν θέλετε κι αν σας αφήσει η νύφη (μπααα…) ή στις Απόκριες, αφού αποφοιτήσετε όμως, καλά;  ΟΧΙ ριγέ: δεν ανήκετε σε φαμίλια της Μαφίας - κι αν ανήκετε δεν πρέπει να το ξέρει όλος ο κόσμος. Προτιμήστε μια στενή γραμμή στο κόψιμο του κοστουμιού (δεκαοκτώ χρονών είστε) - τα μπλέιζερ αφήστε τα για το reunion των πενήντα χρόνων.
2) Πρέπει να φορέσετε παπούτσια. Τα καλά σας παπούτσια. Αν τα καλά σας παπούτσια είναι τίποτα θεόρατα αθλητικά χρήσιμα και για γλάστρες, μην τα φορέσετε. Να βρείτε καλά παπούτσια. Ρωτήστε τον μπαμπά σας. Δανειστείτε. Αγοράστε. Μην κλέψετε (γενικότερα).
3) Πρέπει να φορέσετε γραβάτα - φαίνεται να σας αρέσει τα τελευταία χρόνια το παπιγιόν. Δεν ξέρω γιατί… Αν η γραβάτα σας δεν έχει πάνω της όλους τους ήρωες της Ντίσνεϋ, της Μάρβελ και της DC, θα εκτιμηθεί δεόντως (ένα εγκεφαλικό λιγότερο…)
4) Για να βάλετε γραβάτα καλό θα ήταν να φορέσετε πουκάμισο. Μονόχρωμο. ΟΧΙ φωσφοριζέ, ΟΧΙ χαβανέζικο, ΟΧΙ διαφανές, ΟΧΙ δεν ξέρω τι άλλο…
5) Να ξυριστείτε. Αν δεν θέλετε να ξυριστείτε, να κάνετε κάτι με τα μούσια σας, για να μην σας πλησιάζει ο κόσμος και σας ζητάει την ευλογία σας. Αμήν.
6) Να κάνετε κάτι και με τα μαλλιά σας - δεν ξέρω τι κάνετε τα αγόρια με τα μαλλιά σας. Τέλος πάντων, λουστείτε. Μην τα βάψετε σε κανένα χρώμα που δεν προβλέπεται από τα ανθρώπινα γονίδια.
Αυτά - νομίζω και ελπίζω…

ΚΟΡΙΤΣΙΑ

1) Και τώρα τα δύσκολα. Πρέπει  να φορέσετε φόρεμα. ΟΧΙ ένα δείγμα φορέματος. ΟΧΙ μια υποψία φορέματος. ΟΧΙ ένα σκίσιμο με λίγο φόρεμα. ΟΧΙ ένα μπούστο με κάτι σαν φόρεμα. Πρέπει να φορέσετε ένα φόρεμα, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μας φέρει στο μυαλό την τηλεοπτική ατάκα «Ωραία σκέψη το ντύσιμό σου, χρυσή μου!».
2) Μήκος: το φόρεμά σας πρέπει να είναι μακρύ, τουλάχιστον κάτω από το γόνατο. Δεν μπορείτε να φορέσετε κάτι πάνω από το γόνατο και σε καμία περίπτωση μίνι. Η περίσταση απαιτεί βραδινό φόρεμα. _
3) Το χρώμα: άσπρο, μπεζ, ιβουάρ, λευκό του πάγου, όλες αυτές και οι παραπλήσιες αποχρώσεις είναι οι σωστές σύμφωνα με την παράδοση του Commencement. Τελευταία θέλετε να βάζετε και λίγο χρώμα: σε κορδέλες πάνω στο φόρεμα, στις τιράντες, με κάποιο κέντημα ή με ένθετες πέτρες. Προσέξτε γιατί λίγο χρώμα μου είπε ότι θα φορούσε και μία μαθήτριά μου πέρυσι («Όχι, καλέ κυρία, μια τόοοοση δα ζωνούλα σε αχνόοοοοο κοραλί θα βάλω, μην ανησυχείτε, θα είναι πολύ διακριτική!») και μου ήρθε με μια κατακόκκινη ζωνάρα σαν από συσκευασία δώρου και κάποιοι κακεντρεχείς της εύχονταν  «Καλά Χριστούγεννα!». Τα πολύ παλ χρώματα σε μικρή έκταση ή σε αξεσουάρ τα αντέχει η δόλια μας καρδιά.
4) Φόδρα και ανοίγματα / σκισίματα: αν το ύφασμα - καλοκαίρι γαρ - είναι διαφανές, να βάλετε φόδρα, δηλαδή σας παρακαλώ βάλτε φόδρα, γιατί όταν σας χτυπήσει από πίσω ο προβολέας του Macedonia, δεν θέλετε να αποκαλυφθεί ο πλούσιος εσωτερικός σας κόσμος. Και αν σώνει και καλά το φόρεμα πρέπει να είναι αυτοκόλλητο πάνω σας - να μην είναι !!! -  και πρέπει να έχει σκίσιμο μπροστά ή πλάι, για να μπορείτε να περπατήσετε σαν άνθρωποι και όχι σαν πιγκουΐνοι, το σκίσιμο φροντίστε να σταματά στο ύψος του γόνατου. Όχι πιο πάνω!!! (ο πλούσιος εσωτερικός κόσμος που λέγαμε…) Να θυμάστε ότι όλο και θα το σηκώσετε το φόρεμα, για να κατεβείτε τα σκαλιά, όλο και κανένα αεράκι θα φυσήξει κι αν σηκωθεί το φόρεμα, το εγκεφαλικό που γλυτώσαμε από τις γραβάτες των αγοριών, θα το πάθουμε εδώ και κρίμα δεν είναι; Ε;
5) Ντεκολτέ /Πλάτη: Τώρα αρχίζουν τα ακόμη πιο δύσκολα… Το ντεκολτέ παρακαλώ να αφήνει τα περισσότερα στη φαντασία, δεν είναι ανάγκη να είστε έτοιμες για μαστογραφία! Αν βάλετε strapless, φροντίστε να υποστηρίζεται σωστά και γερά, για να μην περάσετε όλο το βράδυ ανεβάζοντάς το και με το φόβο «ωχ, γλιστράει, γιατί με κοιτάνε όλοι, αμάν γλίστρησε!». Η πλάτη, αχ η πλάτη, του φορέματος να σταματά εκεί που βρίσκεται η μέση σας και όχι η λεκάνη σας ή να μην πω τι άλλο! Καλάααα;
6) Αφαλός / Κοιλιά: δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα έπρεπε να προσέξω κάτι τέτοιο! Δεν είστε χανούμισσες του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. Μας αφήνει παγερά αδιάφορους  αυτό το σημείο του σώματός σας. Να το κρύψετε. Θα κρυώσετε.
7) Εσώρουχα. Να βάλετε. Μπεζ. Μόνο. Να βάλετε.

8) Παπούτσια: σας έχει πιάσει μια τρέλα με τα πολύποντα. Αν μπορείτε να τα υποστηρίξετε, να τα αντέξετε, τι να σας πω, βάλτε τα! Δικά σας τα πόδια, δικές σας και οι φουσκάλες… Όσο για το σχέδιο ή για το χρώμα φροντίστε να είναι καλόγουστα (δεν θα τραγουδήσετε πρώτο όνομα στα μπουζούκια). Συμβουλή 1η: καλό θα ήταν να έχετε μαζί σας ένα ζευγάρι ολιγόποντα ή φλατ για το τέλος της βραδιάς. Συμβουλή 2η: φροντίστε μήκος φορέματος και ύψος παπουτσιού να είναι ταιριαστά. Συμβουλή 3η: φορέστε τα παπούτσια, αν είναι καινούρια, οπωσδήποτε κάμποσες φορές πριν, για να ανοίξουν και να τα συνηθίσετε.
9) Λοιπά αξεσουάρ: η Άρτα και τα Γιάννενα είναι δύο πανέμορφες ελληνικές πόλεις, αλλά κακοί χαρακτηρισμοί όσον αφορά την ποιότητα και την ποσότητα των αξεσουάρ. Λίγα και καλά. Στα χεράκια ή στο λαιμό ή στα αυτιά. Όχι όλα μαζί! Δεν πρέπει να σας ακούμε να έρχεστε από ένα χιλιόμετρο μακριά.
10) Μαλλιά / Μακιγιάζ: να τα φτιάξετε, δε λέω, αλλά είστε δεκαοκτώ χρονών και δεν είναι η μέρα του γάμου σας! Τι φτιάχνετε κοτσομπανάνες, μπούκλες, σινιόν και καλά ατημέλητα; Βάζετε τόση λακ, που θα θεωρηθείτε υπεύθυνες για την τρύπα του όζοντος πάνω από τη Θεσσαλονίκη!  Ήρεμααα! Απλά πράγματα… Ζεν κατάσταση… Δεν πρέπει να ξεχνάτε ότι θα είστε  από τις επτά το απόγευμα μέχρι τις επτά το άλλο πρωί με αυτά τα ρούχα και μαλλιά. Μην δυσκολεύετε τον εαυτό σας. Απλότητα. Και όλα αυτά ισχύουν και για το μακιγιάζ. Δεν παίζετε σε γιαπωνέζικο θέατρο. Θα αποφοιτήσετε μέσα στο καλοκαίρι, θα έχει ζέστη, ε, να μην τρέχει το πρόσωπο στο φόρεμα!  Και να σας αναγνωρίζουμε! Διάλογοι,  όπως «-Ποια είσαι συ, καλέ; - Η Μαιρούλα, κυρία!  - Ποια Μαιρούλα; - Από τη Θεωρητική! - Αχ, δεν σε γνώρισα, δέκα χρόνια μεγαλύτερη δείχνεις! Φτου σου, κοριτσάκι μου, μπράβο!» δεν είναι ωραίοι…

10+1: Το συμπέρασμα είναι ότι πρέπει να σκεφτείτε και να αποφασίσετε με βάση την ηλικία σας (που είναι μικρή), τη στιγμή (που είναι σοβαρή και μοναδική), την ατμόσφαιρα (που είναι συγκινητική) και όχι με βάση μια φαντασιακή συγκρότηση του εαυτού (35άρα στα μπουζούκια ξεσαλώνοντας). Βασιστείτε στη διακριτικότητα και στην απλότητα, επενδύστε στην ομορφιά της ηλικίας σας και σεβαστείτε ένα γεγονός, το οποίο σηματοδοτεί την αρχή μιας καινούριας  περιόδου της ζωής σας.

Καλή επιτυχία στις εξετάσεις σας και ραντεβού τον Ιούνιο!


Της πολυαγαπημένης μας καθηγήτριας
Έφης Βαρακλιώτου


“DE CORVO SAPIENTI”


Magister puero dixit:
“Ne scripseris quod vis!
You can’t go on with this
Debes legere hos libros
(hi libri tibi legendi sunt).
Your newspaper is supervacaneus
And you failed your test
Nam sic clarum est
You’ve got to stop it, si non stultus es.”
His verbis auditis, puer
Thought he couldn’t make his articles fewer.
So he sat down and cried
Till a corvus arrived
-it was black with a bright yellow beak.
Then the corvus puerum salutavit
Et his verbis eum incitavit
Ut scriberet again his newspaper:
“Fac quod amas
And don’t let it go!”
Do you think that the puer said no?

της Τερέζας Μυτάκου

"Macaronic: a kind of verse in which the writer mixes words of his own language with those of another. The term applies to any verse which mixes two or more languages together. Latin is the language most often used, and the intention in macaronics is nearly always comic and/or
nonsensical."

«ΝΑ ΣΥΝΘΙΣΟΥΜΕ ΤΗ ΦΡΙΚΗ, ΝΑ ΜΑΣ ΤΡΟΜΑΖΕΙ Η ΟΜΟΡΦΙΑ»





Το τι μας αρέσει και τι όχι είναι κάτι τελείως υποκειμενικό. Για να μας αρέσει κάτι δεν χρειάζεται να παραθέσουμε κανέναν απολύτως λόγο ή να τεκμηριώσουμε την αρέσκειά μας με κάποιον τρόπο. Απλώς μας αρέσει ή δεν μας αρέσει, και αυτό είναι κάτι ξεχωριστό από το αν κάτι είναι ωραίο, αρμονικό ή αντικειμενικά όμορφο. Θα μου πείτε, υφίσταται το ονοματικό σύνολο «αντικειμενικά ωραίο», εφόσον το τι μας αρέσει και τι όχι είναι καθαρά υποκειμενική υπόθεση;
Όσο κι αν προσπαθούμε να αντιτεθούμε σε μία τέτοια πραγματικότητα ζώντας στα μπετόν ή περνώντας τη μισή μας μέρα μπροστά σε οθόνες, είμαστε και εμείς φύση. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που δείχνει την εξάρτησή μας από αυτή όχι μόνο βιοτικά αλλά και διαθετικά, είναι η κατά γενική ομολογία καλύτερη διάθεση που έχουμε τις ηλιόλουστες ευχάριστες μέρες σε σύγκριση με τις μουντές συννεφιασμένες μέρες του χειμώνα ή του φθινοπώρου.
Στην φύση αυτή λοιπόν, της οποίας αναπόσπαστο κομμάτι είναι και το όν που είναι έρμαιο των παθών του, υπάρχει το ωραίο και το αισθητικά, αντικειμενικά όμορφο. Μάλιστα, η φύση είναι τόσο όμορφη και αρμονική που ο Αριστοτέλης θα μας πει πως η τέχνη απλώς βρίσκεται σε μία επιδίωξη να την μιμηθεί. Η αντικειμενικότητα λοιπόν του αισθητικά ωραίου βρίσκεται στην αρμονία και τη συμμετρία της φύσης και της ανθρώπινης δραστηριότητας που προσπαθεί να την μιμηθεί.
Η χρυσή τομή του Φειδία και οι αριθμοί του Φιμπονάτσι στα γεωμετρικά σχήματα δεν είναι ανθρώπινες εφευρέσεις του νου. Η χρυσή αναλογία υπήρχε ανέκαθεν στη φύση και παρατηρείται στις ιδανικές αναλογίες του ανθρώπου, στο ναυτίλο, στα δέντρα και σε πολλά άλλα μη ανθρώπινα «κατασκευάσματα». Η αρμονία, λοιπόν, μια αισθητικά επαινετή αναλογία, που εξετάζεται και αναπαράγεται στην ανθρώπινη γεωμετρία, εκπροσωπεί στην υποκειμενική γενικότερα ποιότητα της τέχνης, την αντικειμενική αυστηρότητα της λογικής των μαθηματικών, αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν «απολλώνιο πνεύμα». Το συναίσθημα, το πάθος και η απόκλιση από την μαθηματικά αυστηρή διάσταση της αρμονικής αναλογίας ήταν για τους αρχαίους Έλληνες το «διονυσιακό πνεύμα».
 Ο κλασικισμός, όπως μάθαμε  στη μουσική της β’ γυμνασίου, είναι το ρεύμα της τέχνης στο οποίο παρατηρείται απόλυτη ισορροπία και πλήρης αρμονία ανάμεσα στο διονυσιακό και το απολλώνιο πνεύμα. Η κλασσική αρχιτεκτονική, μουσική, γλυπτική κτλ. είναι αντικειμενικά όμορφες και αισθητικά εξαιρετικές λόγω αυτής της ισορροπίας. Υποθέτω σήμερα αν όχι κανένας τότε σχεδόν κανένας δεν ακούει κλασσική μουσική ερχόμενος στο σχολείο το πρωί, αλλά όλοι αναγνωρίζουν την αρμονία, το μεγαλείο και το ωραίο σε αυτήν.
Βεβαίως, ακόμη και κάτι αντικειμενικά αρμονικό και ωραίο, πλήρως εναρμονισμένο και ευθυγραμμισμένο με το πρότυπο της φύσης το οποίο μιμείται, δεν μπορεί να αρέσει σε όλους, και στην αντίθετη περίπτωση κάτι δύσμορφο και δυσαρμονικό μπορεί να αρέσει σε κάποιους και μάλιστα να τους πορώνει και να προσδιορίζει τις προτιμήσεις τους και την προσωπικότητά τους. Και εδώ έρχεται να προστεθεί το μεγάλο δράμα της εποχής μας.
Η συμμετρία, η αρμονία και η ομορφιά ορίζονται με κριτήρια αντικειμενικά. Το αν μας αρέσει κάτι ή όχι είναι διαφορετικό από το αν είναι αρμονικό ή αισθητικά ωραίο. Καθώς όμως είμαστε όντα της φύσης, έχουμε έμφυτη μια έφεση και ροπή προς το ωραίο και το αρμονικό, το αντικειμενικά όμορφο. Πώς γίνεται λοιπόν να έχουν πέραση και να αρέσουν είδη μουσικής που είναι αντικειμενικά δυσαρμονικά, χαρακτηριζόμενα από κακοφωνία και ηχορρύπανση, ρούχα αντικειμενικά άσχημα και ένας πολιτισμός ολόκληρος που έχει χτιστεί πάνω στη δυσαρμονία και την υπερβολή;
Κάποιοι θα μας πουν πως φταίει η μόδα, τα πρότυπα μιας εποχής και όλες οι εκφάνσεις του φαινομένου της μαζοποίησης στην παγκοσμιοποιημένη καταναλωτική κοινωνία του “vogue” , του “swag” και του “gangnam”. Τα υποκείμενα, θα μας πουν, ακολουθούν τις προσταγές της και τα πρότυπα είτε αυτά χαρακτηρίζονται από ομορφιά είτε όχι. Επειδή μάλιστα πρέπει να παράγει συνεχώς καινούρια μοδάτα είδη και προϊόντα προς κατανάλωση, ενίοτε (μάλλον τις περισσότερες φορές) είναι δυσαρμονική και άσχημη. Η μόδα στη μουσική, το lifestyle, τα ρούχα, την ιδεολογία ακόμα και την κοσμοαντίληψη. Η επιβαλλόμενη μαζοποίηση και η μόδα σε κάθε πτυχή και τομέα ανθρώπινης δραστηριότητας μας καθιστά δεκτικούς στην ασχήμια, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και θερμούς της υποστηρικτές.
Στον ιδεολογικό τομέα, δεν υπάρχει πιο άσχημη αντίληψη από το μίσος, τον ρατσισμό, τη μισαλλοδοξία και την ακροδεξιά.
«Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος», μας λέει ο Μάνος Χατζιδάκις, «πάει να πει ότι του μοιάζει. Και πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε την φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά. Ο Φράνκενστάιν έγινε πόστερ και στολίζει το δωμάτιο ενός όμορφου αγοριού. […] Από τη στιγμή που ο Φράνκενστάιν γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, ο κόσμος οδηγείται μαθηματικά στην εκμηδένισή του.»
«Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται», καταλήγει ο μεγάλος Έλληνας διανοούμενος, «αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται.»
Αντισταθείτε στη φρίκη. Συνηθίστε στην ομορφιά.
Του Κωνσταντίνου Ζβε

ΜΙΑ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΖΩΗ


Υπάρχουν γύρω μου, γύρω μας άνθρωποι οι οποίοι κάθε μέρα πασχίζουν να τα βγάλουν πέρα. Και δεν εννοώ μονάχα οικονομικά. Εννοώ ψυχικά. Μιλώ γι’ αυτό το αίσθημα που νιώθεις ότι κάτι σε τρώει, κάτι σε βασανίζει, κάτι σε πονάει μέσα βαθιά και παρόλα αυτά επιλέγεις να το κρύψεις, να το θάψεις μέσα βαθιά και να συνεχίσεις στο παιχνίδι της ζωής. Αυτό το αίσθημα που σε κάνει μέρα νύχτα να χαμογελάς και να βλασφημάς ταυτόχρονα, αυτή η φλόγα την οποία πασχίζεις να σβήσεις με μέσα που δε διαθέτεις. Και γιατί προσπαθούμε να τη σβήσουμε; Γιατί δεν προσπαθούμε να την ανάψουμε κι άλλο, τόσο ώστε να βάλουμε φωτιά και στα γύρω πράγματα; Γιατί μια ζωή ξοδευόμαστε προσπαθώντας να κρύψουμε αυτό που τελικά μας κάνει αυτό που είμαστε;
  Πάθος. Για άλλους πάλι, λάθος. Ένα γράμμα διαφορά είναι. Ένα γράμμα το οποίο έχει την ικανότητα να διχάζει τους ανθρώπους. Παντού γύρω μου βλέπω την αντίληψη ότι μια χαρά είμαστε έτσι όπως είμαστε. Τυπικότατοι, σχολαστικότατοι. Γιατί όταν όλα είναι καλά ποιος θέλει να κάνει το ριψοκίνδυνο βήμα διακινδυνεύοντας να τα γκρεμίσει όλα και ν’ αρχίσει απ’ την αρχή; Ποιος θέλει να χάσει την λογική του ματιά και να μπει στον ξέφρενο ρυθμό του συναισθήματος που έχει την τάση να θερίζει, να γκρεμίζει; Γιατί είναι γνωστό πως αν αφεθείς ολοκληρωτικά, αν τα δώσεις όλα και δεν κρατήσεις τίποτα αυτός ο άπληστος κόσμος μπορεί να τα αρπάξει, να φύγει και να σ’ αφήσει ξεκρέμαστο, κι εσύ να κάθεσαι και ν’ αναρωτιέσαι τι έκανες. Αν τα δώσεις όλα δεν έχεις πια τι να περιμένεις. Άλλωστε, αν έφτασες σε σημείο να τα δώσεις, τότε τι είχες εξ αρχής; Και τι έχεις να φοβάσαι; Αφού ο χαμένος τα παίρνει όλα..
  Τα δίνουμε όλα γιατί κάτι περιμένουμε ως αντάλλαγμα. Δεν είμαι εδώ για να το χαρακτηρίσω αυτό. Δεν είμαι εδώ για να πω «κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό», γιατί όλα είναι μια ζαριά, ένα χέρι. Και καλούμαστε να παίξουμε με τα χαρτιά που έχουμε, όσο άσχημα κι αν φαίνονται. Αν θες να κερδίσεις πολλά, πρέπει να παίξεις και πολλά. Αλλιώς θα μείνεις με τα δικά σου. Κι αν σε ευχαριστούσαν τα δικά σου, τότε δε θα τα έπαιζες. Και στο κάτω κάτω, τι είχαμε, τι χάσαμε;
   Και τι μας οδηγεί στο να τα παίξουμε όλα; Τι μας φτάνει σε σημείο να τα πετάξουμε; Το πάθος μας οδηγεί στο χείλος, διλληματιζόμαστε εμείς εάν πρέπει να πηδήξουμε. Κι είναι κάποια πράγματα που χρειάζονται το πάθος. Χρειάζονται τη στιγμή, την ένταση τον τρόπο και την αφορμή. Το πάθος δεν είναι αυτό που μας μπλέκει σε μια γλυκιά άβυσσο, απ’ την οποία δε μπορούμε να ξεφύγουμε; Το πάθος δεν είναι αυτό που λερώνει τον καθαρό καμβά που τόσο καιρό παλεύαμε να κρατήσουμε ανέπαφο; Και στην τελική, κάθε καμβάς φτιάχνεται με σκοπό να λερωθεί. Απλά πιάσε το πινέλο και ξεκίνα.
   Παλεύουμε να κρατηθούμε ανέπαφοι. Φοβόμαστε την αλλαγή, δε την κοιτάμε στα μάτια γιατί ξέρουμε καλά πως για να την πραγματοποιήσουμε θα ρισκάρουμε πολλά. Αυτό το ρίσκο φοβόμαστε να πάρουμε, γιατί ο δρόμος του θα είναι μακρύς, και το τέλος του φαντάζει αβέβαιο. Φοβόμαστε μήπως στο δρόμο χάσουμε τον εαυτό μας, φοβόμαστε μήπως στην πορεία κάπου χαθούμε και καταλήξουμε χτυπημένοι, πληγωμένοι. Κι αν φοβόμαστε να πληγωθούμε, τι θα ζήσουμε στο τέλος; Κι αν φοβόμαστε να χτυπηθούμε, πως θα καταλήξουμε; Ζούμε μια σειρά από συμβάσεις. Για έναν συμβιβασμό ζήσαμε κι αυτό θα μας σκοτώσει…
   Η τυπικότητα είναι βαθιά ριζωμένη στην πραγματικότητά μας. Κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, χωρίς να ξέρουμε ποιος το ορίζει αυτό το πρέπει. Πάντα προσπαθούμε να αγγίξουμε το ελάχιστο, και μετά σταματάμε απότομα. «Δε χρειάζεται άλλο. Πιάσαμε και σήμερα το ελάχιστο». Κάναμε και για άλλη μια μέρα αυτό που πρέπει, χωρίς να σκεφτόμαστε αυτό που «μπορεί». Αυτό που «μπορεί» μας ορίζει. Κι αν χρειαστεί, θα προσπελάσουμε το κάθε πρέπει. Κι αν χρειαστεί, θα χτίσουμε δικά μας «πρέπει». Οι αφορμές υπάρχουν παντού γύρω μας, κι εμείς επιλέγουμε να τις αγνοήσουμε. Εθελοτυφλούμε, χάνουμε τις αφορμές, χάνουμε το κάτι παραπάνω. Μια ζωή παλεύουμε για το ελάχιστο. Και γιατί δεν κάνουμε το βήμα; Γιατί πάντα αγγίζουμε τη βάση και μετά καθόμαστε αγναντεύοντας αυτά που μέλλουν να’ ρθουν. Άμα δε τα κυνηγήσουμε με όλο μας το είναι δεν πρόκειται να έρθουν ποτέ. Γι’ αυτό, βρες τη δική σου αφορμή. Και μη πασχίζεις για τη βάση στης ζωής σου την εξέταση.
   Το αν θα πιάσουμε το κάτι παραπάνω σ’ αυτή τη ζωή δε το ορίζει κανείς εκτός από εμάς. Αν το δούμε απλά δεν είναι και τίποτα σπουδαίο. Είναι κάτι αυτονόητο, να προσπαθούμε να κάνουμε τη ζωή μας καλύτερη, ομορφότερη κι έτσι όπως μας αρέσει. Είναι κάτι ανθρώπινο να προσπαθήσουμε να ζήσουμε στο έπακρο, γιατί για όσο υπάρχουμε ας προσπαθήσουμε να είμαστε αυτό που θέλουμε. Και γιατί να φοβόμαστε τις συνέπειες; Τα πάντα έχουν τις συνέπειες τους, ας προσπαθήσουμε να αγαπήσουμε το αποτέλεσμα τουλάχιστον. Γιατί αλλιώς τι ζούμε; Μια ζωή φτηνή και άδεια, καταδικασμένη να μείνει έτσι για πάντα γιατί φοβόμαστε να τη γεμίσουμε. Μια ζωή χωρίς πάθος, χωρίς κανένα λάθος, χωρίς καμία στιγμή. Τι είναι ζωή χωρίς λάθος; Τι είναι ζωή χωρίς πάθος; Μια ζωή χωρίς ζωή στην τελική.
  Μην περιμένεις να δεις τη ζωή σου στο ριπλέι και ν’ αποκοιμηθείς.
«Βάλε λίγο πάθος στη ζωή σου.»

Του Βασίλη Σερβετά