Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ. ΚΡΑΖΕΙ ΕΛΕΥΘΕΡΑ.

Κάποιοι από εσάς ενδεχομένως έχετε ακούσει αυτό το όνομα. Κάποιοι άλλοι δεν έχετε ιδέα περί τίνος πρόκειται, και κάποιους άλλους σας αφήνει παγερά αδιάφορους. Το κείμενο αυτό κάνει μία διευκρίνιση για το Κοράκι. Το Κοράκι είναι μία εφημερίδα, ενδοσχολική, η οποία ευελπιστούμε πως μπορεί να επεκταθεί και εκτός των συνόρων του σχολείου. Πρόκειται στην ουσία για μία πρωτοβουλία της οποίας ηγήθηκε πέρυσι ο Κωσταντίνος Ζβες με τον Αλέξανδρο Γκορόπουλο και φέτος μετά την αποφοίτησή τους, η φετινή Τρίτη λυκείου ανέλαβε τα ηνία. Νιώθω την ανάγκη να αναφέρω τα ονόματά τους μόνο και μόνο από ηθικό χρέος για τη δημιουργία αυτής της εφημερίδας. Τίποτα παραπάνω, και τίποτα λιγότερο.
Είμαι σίγουρος πως, αν όχι όλοι, ένα τεράστιο μέρος από εσάς προβληματίζεται για διάφορα θέματα. Σκέφτεστε διάφορα πράγματα, στοχάζεστε κι όλας, και αναρωτιέστε αν είστε οι μόνοι. Απαντώ λοιπόν πως δεν είστε μόνοι, δεν είστε οι μόνοι. Το Κοράκι κατά βάση δίνει την ευκαιρία σε οποιαδήποτε σκέψη σας και οποιονδήποτε προβληματισμό σας να ακουστεί, και να γίνει έναυσμα και αφορμή προβληματισμού. Προφανώς, δεν πρόκειται για κάτι το υποχρεωτικό, και θέλουμε να ξεκαθαρίσουμε το γεγονός ότι δεν υπάρχει ουδενός τύπου υποχρέωση σ’αυτή την εφημερίδα. Εάν το δείτε σαν υποχρέωση, ξοδεύετε άδικα το μεράκι σας. «Το Κοράκι» απέχει πολύ από το μάθημα της έκθεσης. Η κάθε υποχρέωση σκοτώνει την κάθε μικρή δική σου σκέψη, που πίστεψέ με υπάρχουν άτομα εκεί έξω που θέλουν να την ακούσουν. Τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά. Οποιοσδήποτε είναι απόλυτα ελεύθερος και καλοδεχούμενος να γράψει και να προβληματιστεί για οτιδήποτε αυτός επιθυμεί, και να προβληματιστούμε κι εμείς μαζί του. Το λέει και το λογότυπο. ‘Κράζει ελεύθερα’, στα λογικά πάντα πλαίσια της μαθητικής κοινωνίας στην οποία ζούμε και συνυπάρχουμε καθημερινά.
Αυτή λοιπόν, η μαθητική κοινωνία σφύζει από ζωή και ενέργεια. Ο ρόλος του Κόρακος είναι να αποτυπώσει αυτή τη ζωηράδα, και να αποδείξει πως αυτή η μαθητική γενιά έχει κάτι να πει και κάτι να δώσει. Και σε τι ‘θέματα’ γράφουμε; Σε οτιδήποτε πέραν του τετριμμένου και του ανουσιώδους, καθώς γύρω μας επικρατεί το συνηθισμένο και είμαι σίγουρος πως όλοι σας έχετε βαρεθεί να βλέπετε τα ίδια και τα ίδια. Το Κοράκι προσπαθεί να δείξει τη μοναδικότητα και την ιδιαιτερότητα των σκέψεων του καθενός.
Και καθώς ανέφερα πολύ τον προβληματισμό και το πρόβλημα, για να μη δημιουργήσω και κανένα πρόβλημα θέλω να ξεκαθαρίσω πως κανένα από τα κείμενα δε χρειάζεται να είναι «βαθύ», «λόγιο», και κανένας επίδοξος συντάκτης δεν πρέπει να έχει στο μυαλό του τους βαθμούς της έκθεσής του. Κανένας εδώ δεν είναι Καζαντζάκης, τουλάχιστον ακόμα. Και το σημαντικότερο είναι πως βάση αυτής της εφημερίδας είναι όλοι ανεξαιρέτως οι μαθητές, και χωρίς αυτούς δε γίνεται να υπάρξει. Και με το να γράφει κάποιος τις σκέψεις του δεν εκτίθεται, δεν βγάζει τα άπλυτα του στη φόρα. Παρ’όλα αυτά, η ελευθερία του τύπου δέχεται και σέβεται την ανωνυμία, αν κάποιος την επιθυμεί, και το Κοράκι είναι απόλυτα εχέμυθο και ταυτόχρονα απόλυτα ανοιχτό σε οτιδήποτε.
Για περαιτέρω πληροφορίες, ψάξτε να με βρείτε, και η συνέχεια στα φύλλα.   korakiservetas2013@gmail.com


του Βασίλη Σερβετά

ΓΕΝΙΚΗ ΚΤΗΤΙΚΗ

Είναι προφανές ότι η χρήση του επωνύμου έχει επιβληθεί σε όλα τα αναπτυγμένα κράτη για ευνόητους λόγους, αλλά αν το ψάξουμε λίγο περισσότερο θα βρούμε ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην οποία τα γυναικεία επίθετα διαφέρουν από τα αντρικά ως προς την κατάληξη. Τα αντρικά επίθετα κλίνονται κανονικά και μπορούν να τεθούν σε όλες τις πτώσεις ανάλογα με τις ανάγκες της γλώσσας. Αντίθετα, τα γυναικεία έχουν έναν τύπο ο οποίος χρησιμοποιείται παντού. Σε αυτήν την παγίδα έπεσα και εγώ θέλοντας να θέσω γυναικείο επώνυμο σε πτώση γενική, πράγμα που δεν γίνεται! Η απάντηση είναι σχετικά απλή εκ πρώτης όψεως, τα επίθετα των γυναικών βρίσκονται ήδη σε γενική, πράγμα που δεν τους επιτρέπει να ξανατεθούν και κάπου εδώ ξεκινά το σκοτεινό κομμάτι…
Η γενική αυτή δεν είναι μία απλή, αθώα γενική, αλλά μία γενική κτητική, η οποία καθιστά τον προσδιοριζόμενο όρο προϊόν κατοχής! Κατευθείαν προκύπτει το εξής ερώτημα: πως γίνεται ένα επώνυμο να αποτελεί γενική κτητική, αφού οι άνθρωποι δεν ανήκουν σε κανέναν; Μήπως όμως δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα; Υπάρχει άραγε η πιθανότητα να υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που θεωρούν ότι κατέχουν κάποιον ή ότι κατέχονται από κάποιον; Ή ακόμα χειρότερα μήπως κάποιοι προσπαθούν να περάσουν μία τέτοια αντίληψη; Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία αναφορικά με τα επίθετα, ένα κορίτσι ανήκει στον πατέρα του και αργότερα έχει τη δυνατότητα, αν η ίδια το επιθυμεί, να εξουσιοδοτήσει ως κύριό της τον σύζυγό της, χωρίς, όμως ποτέ να μπορεί να γίνει κύρια του εαυτού της. Κάπου εδώ πρέπει να επισημανθεί το ότι τα αγόρια γεννιούνται ως «κύριοι», προσφώνηση που τους αναλογεί από την αρχή της ύπαρξής τους, ενώ τα κορίτσια είναι υποχρεωμένα να ζουν ως «δεσποινίδες» μέχρι να φιλοτιμηθεί κάποιος κύριος να τις καταστήσει «κυρίες». Παρά τη φαινομενικά πολύ δημοκρατική και αξιοκρατική νομοθεσία, παρατηρούμε πολλές παραλείψεις και ασάφειες στο θέμα των γυναικείων δικαιωμάτων. Έτσι γίνεται λίγο δύσκολο να πιστέψουμε ότι όλα τα παραπάνω είναι προϊόντα αμέλειας. Τώρα κατά πόσο πρόκειται για απομεινάρια παλαιότερων αντιλήψεων που πρέπει να αποβληθούν ή για εσκεμμένες ενέργειες είναι μία ερώτηση που ο καθένας οφείλει να αναλογιστεί. 
Αναμφισβήτητα η χώρα μας έχει κάνει τεράστια πρόοδο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα σχετικά με το θέμα της ισότητας των δύο φύλων. Και για να μην παρεξηγηθώ δεν υπονοώ ότι πρέπει να μην λαμβάνουμε υπόψη μας τις εγγενείς διαφορές των δύο φύλων, αλλά πιστεύω ακράδαντα στην υιοθέτηση μίας ισότιμης αντιμετώπισης που αξίζει σε ελεύθερους ανθρώπους και αναλογεί σε δημοκρατικές κοινωνίες. Τα επιτεύγματα είναι εμφανή στην καθημερινή ζωή, αλλά υπάρχουν ακόμα περιθώρια βελτίωσης, τα οποία πρέπει να διανύσουμε αν θέλουμε να θεωρούμαστε μία πολιτισμένη κοινωνία που σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Γνωρίζοντας το πόσο δύσκολο είναι να μεταποιηθούν εδραιωμένες αντιλήψεις, θέλω να κλείσω με ένα απόσπασμα από το ποίημα Ένα το χελιδόνι του Οδυσσέα Ελύτη, το οποίο αισθητοποιεί τον αγώνα που απαιτείται για τη διεκδίκηση οποιασδήποτε μορφής ελευθερίας. 

        Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή                                                        
για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή

της Χριστίνας Πασβάντη-Γκιόκα

ΓΙΑ ΣΕΝΑ

Και είναι και εκείνες οι νύχτες που δεν μπορείς να κοιμηθείς. Και όλα σε ενοχλούν. Τη μια ζεσταίνεσαι και την άλλη κρυώνεις. Και ξαφνικά ο ιδρώτας σου, μουσκεύει τις φύτρες απ’ τα μαλλιά σου. Και εσύ ανοίγεις τον ανεμιστήρα και κάθεσαι για λίγο μπροστά του- σου παγώνει γλυκά το πρόσωπο. Ευχαριστημένος, ξαναξαπλώνεις. Και μόλις ξαπλώσεις ξαφνικά πάλι όλα σε ενοχλούν. Ο ανεμιστήρας δεν φυσάει γλυκά όπως πριν. Σου φυσάει τα μαλλιά και αυτά πέφτουν ενοχλητικά πάνω στο μέτωπο σου και πάνω στους ώμους σου. Και αλλάζεις πλευρό κάθε λίγο. Μέχρι που εκνευρίζεσαι.
                        Γύρισα το μαξιλάρι μου από την άλλη πλευρά, τη δροσερή. Γύρισα ολόκληρη από την ανάποδη πλευρά του κρεβατιού .Έκλεισα τον ανεμιστήρα και έβγαλα τα ρούχα μου. Να νιώσω ελεύθερη –για λίγο, τώρα που όλοι κοιμούνται και είμαι μόνη. Έβαλα τα πόδια μου πάνω στον κρύο τοίχο και άνοιξα το παράθυρο.  Τι πιστεύεις πως μπορεί να σε σκοτώσει ευκολότερα, μια σφαίρα ή μια σκέψη;     
                        Μοναξιά δεν σημαίνει είμαι μόνος. Μοναξιά σημαίνει δεν σας καταλαβαίνω δεν με καταλαβαίνετε. Γι’ αυτό μη μου λες πως δεν είμαι μόνη. Γιατί η ώρα πήγε 4, πρωί Τετάρτης και πνίγομαι μέσα στο σκοτάδι του δωματίου μου με σκέψεις που συχνά κάνω και παριστάνω πως δεν τις έκανα ποτέ και κλείνω το πρόσωπο μου ανάμεσα στο μουσκεμένο μαξιλάρι μου και κοιτάω το δωμάτιο και το μόνο άτομο που βλέπω στον καθρέφτη είμαι εγώ, το μόνο άτομο που με καταλαβαίνει είμαι ΕΓΩ, το μόνο άτομο που με ακούει να κλαίω είμαι ΕΓΩ, ΜΗ ΜΟΥ ΛΕΣ ΠΩΣ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΜΟΝΗ ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΨΕΜΑ ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΜΟΝΟ ΑΤΟΜΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΕΙ ΝΑ ΟΥΡΛΙΑΖΩ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ. Μετά το είπα, και κατάλαβα πως άκουσες «όλα είναι καλά» και κατάλαβα πως άκουσα «Δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερα».
                                                Ξεκίνησα να γράφω νιώθοντας χαμένη. Νιώθοντας πως δεν ξέρω τι κάνω λάθος κάθε φορά και χάνω τους ανθρώπους από δίπλα μου. Νιώθοντας μπερδεμένη, εκνευρισμένη και αρκετά κουρασμένη σε σημείο να θέλω να τα αφήσω όλα πίσω μου και να φύγω. Αρχίζω βέβαια να επιβεβαιώνω ένα πράγμα˙ τα περισσότερα απ’ αυτά που λέμε αγάπη είναι εθιστικές προσκολλήσεις σε ανθρώπους ή πράγματα με το κίνητρο των εγωιστικών αναγκών για ασφάλεια, απόλαυση ή κυριαρχία. Πολλοί λίγοι από εμάς ή και κανένας αγαπούμε χωρίς εγωισμό ή χωρίς όρους, χωρίς να ψάχνουμε κάτι για τον εαυτό μας μέσα στη σχέση για αντάλλαγμα.
                        Είναι αστείο πως μπερδεύουμε την εμπιστοσύνη με τον ενθουσιασμό. Γυρνάω το κεφάλι μου από την άλλη πλευρά και τα μάτια μου είναι στραμμένα προς τον ξεθωριασμένο κίτρινο τοίχο μου. Πως είναι δυνατόν κάθε φορά που γνωρίζουμε κάποιον να νομίζουμε ότι είναι ο ένας; Προς όλες τις σχέσεις, φιλικές ή ερωτικές.  Πως μπορούμε να δώσουμε τα πάντα και εκείνοι να το εκτιμήσουν; Όπως εγώ δίνω τη ζωή μου σχεδόν σε ότι κάνω. Σχεδόν σε ό,τι μου ‘χει δώσει την ευκαιρία να ανοιχτώ. Και μόλις η ευκαιρία δοθεί, χάνω τον έλεγχο και τα δίνω όλα χωρίς να περιμένω να μου δώσουν κάτι πίσω. Μπορείς να με χαρακτηρίσεις εγωίστρια γιατί όλα αυτά στην πραγματικότητα τα κάνω πρώτα για μένα. Γιατί μου αρέσει ΕΜΕΝΑ να είσαι εσύ καλά.   Και ύστερα τίποτα. Είμαι πάλι μόνη εκεί όπου με είχα αφήσει. Να κοιτάω γύρω μου και να βλέπω χιλιάδες ανθρώπους και όταν ξανακοιτάζω να μην βλέπω κανέναν. Ξαναγυρνάω σε εκείνο το άδειο σπίτι που είναι γεμάτο με φωτογραφίες ανθρώπων που ήρθαν και έφυγαν.    
                        Καταλήγω πως ευκολότερα σε σκοτώνει η σκέψη.  Γιατί το όπλο διαθέτει σκανδάλη. Έχεις την επιλογή να την πατήσεις και την επιλογή να μην την πατήσεις. Να ζήσεις ή να πεθάνεις. Όμως η σκέψη είναι αυτή που θα ελευθερώσει τα λιοντάρια και θα σε κατασπαράξουν. Μπορεί να μην σε σκοτώσουν αλλά τι σημασία έχει; Είσαι ήδη νεκρός γιατί τα σημάδια θα σου υπενθυμίζουν συνεχώς πως τα λιοντάρια ήταν κάποτε εκεί, και ύστερα.. Πώς να ξεφύγεις από αυτά που τρέχουν μέσα στο μυαλό σου;

                        Τώρα που θα αναρωτηθείς γιατί γράφω ανώνυμα, θέλω να κάτσεις να σκεφτείς αν γενικά είσαι ειλικρινής. Θα σου απαντήσω εγώ. Όπως είπε και ο Σεφέρης, ο άνθρωπος είναι πάντα διπλός˙ εκείνος που πράττει κι εκείνος που βλέπει τον εαυτό του να πράττει, εκείνος που υποφέρει κι εκείνος που βλέπει τον εαυτό του να υποφέρει, εκείνος που αισθάνεται κι εκείνος που βλέπει τον εαυτό του να αισθάνεται. Όταν λέω «εγώ» τι εννοώ; Το Α ή το Β εγώ μου;  Κι αυτό δείχνει πως είναι σχεδόν αδύνατο να είναι κανείς ειλικρινής. Και τώρα, που πλέον τα δάκρια είναι γραφικά και το μελό ξεπερασμένο, σκέψου πως αυτό το έγραψες εσύ˙ ούρλιαξε όσο πιο δυνατά μπορείς και βγάλτα όλα. Όμως από μέσα σου. Έξω, λευκή σιωπή. Έξω, γλυκιά ηρεμία.

Α.Σ.

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Παρελθόν. Παρόν. Μέλλον. Μέσα σε αυτές τις τρεις λέξεις χωρίζεται η ζωή μας.  Καθώς κυλάει ο χρόνος γεγονότα και καταστάσεις αφού στην αρχή μας φαίνονταν ένα μακρινό μέλλον, καταλήγουν να γίνονται αναμνήσεις. Κάθε φορά παρακολουθούμε άπραγοι αυτό το παιχνίδι του χρόνου που συνεχίζει ακάθεκτο να τραβάει από πάνω μας πρόσωπα και καταστάσεις και να μας προσφέρει καινούργια ενώ εμείς προσπαθούμε να περιμαζέψουμε ότι έχει απομείνει. Συνεχώς ονειρευόμαστε το μέλλον και νοσταλγούμε το παρελθόν. Κυνηγάμε από τη μία το μέλλον και τραβάμε από την άλλη το παρελθόν όλο και πιο κοντά μας, προσπαθώντας να κρατήσουμε -όσο γίνεται- καταστάσεις που ίσως δεν τις ζήσαμε όσο θέλαμε ή δεν τις εκμεταλλευτήκαμε όσο μπορούσαμε. Δίνουμε σημασία σε ό,τι πρόκειται να έρθει ή σε ό,τι έχει ήδη φύγει και ξεχνάμε το παρόν. Γιατί; Το αιώνιο γιατί.
Γιατί τόσος αγώνας να φέρουμε κοντά μας το μέλλον ή έστω να προσπαθούμε να το ελέγξουμε; Γιατί περνάμε ώρες ατελείωτες σχεδιάζοντας το μέλλον ενώ γνωρίζουμε ότι η πιθανότητα να συμβεί αυτό που επιθυμούμε είναι μηδαμινή;  Ίσως επειδή το μέλλον κρύβει πίσω του μια αβεβαιότητα, μια αμφιβολία αλλά και μια πιθανότητα ότι οτιδήποτε μπορεί να συμβεί. Το μέλλον δεν το ζεις, μόνο το φαντάζεσαι και όπως και να το κάνουμε τα πράγματα ακούγονται και φαίνονται πολύ καλύτερα όταν είναι μέσα στο μυαλό μας.
Όλοι μας κάποτε έχουμε αναρωτηθεί πως θα μπορούσε να είναι η ζωή μας σε λίγα χρόνια από τώρα. Όλοι μας έχουμε ξενυχτήσει τουλάχιστον ένα βράδυ για να φτιάξουμε σενάρια που είναι σχεδόν αδύνατο να πραγματοποιηθούν. Κανείς όμως δεν γνωρίζει με βεβαιότητα τι θα συμβεί γιατί άλλωστε αυτή είναι η μαγεία, να μη γνωρίζεις τι θα σου ξημερώσει αύριο. Το μέλλον δεν είναι ουτοπία όπως θα θέλαμε να είναι, δεν είναι τέλειο, αξίζει ωστόσο να το έχουμε στο μυαλό μας ως κάτι το θαυμαστό, κάτι που όταν έρθει θα σου προσφέρει αυτά που τόσο καιρό ποθούσες.
Ενώ ,λοιπόν, κυνηγάμε το μέλλον, τραβάμε κοντά μας το παρελθόν. Γιατί κάποτε αυτό το παρελθόν μας είχε δώσει λίγες στιγμές ευτυχίας, στιγμές που θα ανταλλάζαμε οτιδήποτε για να τις πάρουμε πίσω. Κοσκινίζουμε, λοιπόν, το παρελθόν, κρατάμε μόνο τις καλές στιγμές και προσπαθούμε να τις φέρουμε κοντά μας.  Αναπολούμε καταστάσεις που δε θα θέλαμε ποτέ να τελειώσουν και προσπαθούμε να τις θυμόμαστε στο μυαλό μας με κάθε λεπτομέρεια, γιατί όσο κυλάει ο χρόνος οι αναμνήσεις φθείρονται και αυτό που απομένει είναι μια θολή εικόνα και δυο κουβέντες. Σε αντίθεση με το απρόσωπο και αβέβαιο μέλλον, το παρελθόν έχει μια ζεστασιά, μια νοσταλγία. Είναι αυτά που ζήσαμε, αυτά που νιώσαμε που ίσως δε θα ξαναγυρίσουν ποτέ πίσω με τον τρόπο που εμείς θα θέλαμε. Είναι οι καταστάσεις, τα γεγονότα, οι συνήθεις, οι στιγμές και τα πρόσωπα που πέρασαν και δε θα ξαναρθούνε. Και στη θέση αυτών θα έρθουν καινούργια από το μέλλον.
Με το παρόν όμως τι συμβαίνει; Κανείς, ποτέ, για κανένα λόγο δε μιλά για αυτό. Περιφρονημένο και αδικημένο, το παρόν συνδυάζει το παρελθόν και το μέλλον. Για να έρθει κοντά μας το μέλλον πρέπει να περάσει στο παρόν, μέσα από το παρόν το ζούμε. Καθώς, λοιπόν, το μέλλον γίνεται πλέον παρόν χάνει αυτό το μυστήριο που έκρυβε πίσω του. Η έννοια του χρόνου στο παρόν είναι πολύ διαφορετική από αυτή του παρελθόντος και του μέλλοντος. Φαίνεται σαν να φρενάρει ο χρόνος, να δίνει σημασία στα ασήμαντα και να ξεχνά τα σημαντικά, αυτά που περιμένουμε με λαχτάρα. Και ποιος ορίζει το τι είναι σημαντικό και τι ασήμαντο; Εμείς. Εμείς που περιμένουμε κάποια πράγματα. Συνεχώς περιμένουμε, συνεχώς είμαστε στην αναμονή για αυτό το «μετά» κι όταν τελικά έρθει αρχίζουμε να περιμένουμε το επόμενο «μετά». Είμαστε συνεχώς στραμμένοι στο μέλλον και ξεχνάμε ότι το τώρα και το εδώ είναι το ποιο σημαντικό. Το τώρα θα ορίσει το μετά. Το τώρα μπορείς να το αλλάξεις, μπορείς να το κάνεις όπως εσύ θέλεις.
Και καθώς περάνει ο χρόνος, άλλες φορές αργά και βασανιστικά κι άλλες χωρίς καν να το καταλάβουμε, το εδώ και το τώρα γίνεται εκεί και τότε. Γίνεται παρελθόν. Φεύγει, και τότε καταλαβαίνουμε ότι δε δώσαμε στο παρόν τη σημασία που χρειαζόταν, δεν το ζήσαμε όσο θα έπρεπε, αφού ήμασταν κολλημένοι στο μετά. Μετανιώνουμε. Μετανιώνουμε για όσα δε ζήσαμε, για όσα δεν κάναμε και για όσα δεν είπαμε αλλά πλέον είναι αργά. Έτσι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τις θυμόμαστε όσο μπορούμε με μια μικρή νοσταλγία. Κακά τα ψέματα, όταν το αργόσυρτο παρόν γίνεται παρελθόν, η θύμηση τα ωραιώνει και η φωνή της νοσταλγίας τα καλεί να ξαναγυρίσουν. Εξάλλου δεν είναι και λίγοι οι άνθρωποι που ζουν στο παρελθόν γιατί το τώρα για αυτούς δεν έχει καμία σημασία χωρίς τα πρόσωπα που έχασαν.

Ο χρόνος συνεχίζει να κυλάει, δεν ρωτά κανέναν. Σε στιγμές ασήμαντες μας φαίνεται να φρενάρει και να παρακολουθεί, ενώ αντίθετα σε σημαντικές για εμάς στιγμές νομίζουμε ότι επιταχύνει και τρέχει έτσι ώστε να μην προλάβουμε να χορτάσουμε καταστάσεις τις οποίες περιμέναμε ανυπόμονα. Στην πραγματικότητα όμως ο χρόνος είναι αντικειμενικός, το λάθος είναι δικό μας. Ας σταματήσουμε επιτέλους να νοιαζόμαστε για το μέλλον, που όταν για λίγο έρθει κοντά μας θα το περιφρονήσουμε αλλά στη συνέχεια καθώς θα φεύγει προς το παρελθόν θα το αναζητούμε. Ας κοιτάξουμε λίγο το τώρα, επειδή αλλιώς είναι να το ζεις, αλλιώς να θυμάσαι πως το έζησες και αλλιώς είναι να φαντάζεσαι πως θα το ζήσεις.

της Μαριλένας Παππά

Η "ΜΑΓΙΚΗ" ΨΕΥΔΟΡΟΦΗ

Η ώρα είναι 4 παρά τα ξημερώματα. Κάθομαι λοιπόν και διαβάζω αυτή τη μισητή εισαγωγή των Αρχαίων (χειροκροτήματα από όλους τους μαθητές της θεωρητικής) και προσπαθώ να μην κάνω το λάθος να παπαγαλίσω τα λεγόμενα του Πλάτωνα, γιατί θα χάσω την ουσία πίσω από τις μπερδεμένες λέξεις. (Για τους καθηγητές: όχι, δεν είναι της τελευταίας στιγμής. Λειτουργώ καλύτερα αυτές τις ώρες. Παρακαλώ, μη με κρεμάσετε.) Διαβάζω λοιπόν για τον Σωκράτη, αυτή τη μεγάλη μορφή που μας βασανίζει αρκετά εμάς τους θεωρητικούς, γιατί είπε όλα αυτά που είπε τόσα χρόνια πριν και μας παιδεύει. Κάθομαι λοιπόν και συνειδητοποιώ την τεράστια αντίφαση που θα αναφέρω παρακάτω, η οποία με χτύπησε πολύ δυνατά στο κούτελο σαν εκκωφαντικό ξυπνητήρι μετά από ξενύχτι.
            Ο Σωκράτης μίλησε για την αμφισβήτηση πάσης παραδεδεγμένης αλήθειας. Κι εγώ τόσα χρόνια μετά κάθομαι και μαθαίνω απ’έξω τα λεγόμενα του βιβλίου. Ουσιαστικά, κάνω ακριβώς το αντίθετο από αυτό που έλεγε ο Σωκράτης. Πού είναι η αμφισβήτησή μου; Πού είναι η αναζήτησή μου για την πρώτη αλήθεια των πραγμάτων; Συνειδητοποιώ ότι κάνω μια εισαγωγή στη φιλοσοφία με τον πιο απαράδεκτο τρόπο, και το χειρότερο είναι πως όλη η Ελλάδα το κάνει ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Αυτό μας επαναφέρει στο τεράστιο ζήτημα του συστήματος, και στο πόσο λανθασμένα προτείνει τη διδασκαλία ορισμένων πραγμάτων. Δεν είμαι από αυτούς που κατηγορούν το σύστημα, όμως. Ποτέ δεν μοίραζα τις ευθύνες μου δεξιά κι αριστερά, και ούτε αυτό θα κάνω τώρα.
            Αρκετό καιρό πριν είχα μια συζήτηση με μία κοπέλα. Το θέμα πήγε στον Παπαδόπουλο (τον συνταγματάρχη που έκανε το πραξικόπημα και κατέλαβε την εξουσία το 1967). Επίσης, πολλοί θα αναρωτηθείτε για ποιον ακριβώς λόγο συζητάω για την επταετία με κοπέλες, αλλά αυτό δεν θα το αναλύσω τώρα. Δε θέλω σχόλια. Αμάν πια. Το ζήτημα είναι ότι η κοπέλα δεν ήξερε ποιος είναι ο Παπαδόπουλος. Δεν είχε ιδέα τι έγινε το 1967. Μου φάνηκε κάπως περίεργο, και σε μια άλλη συζήτηση που είχα ανέφερα το εν λόγω περιστατικό, δηλαδή ότι η κοπέλα δεν ήξερε τι έγινε το ’67, και η απάντηση που πήρα ήταν: «Ε, δε φταίει αυτή. Το σύστημα φταίει που δε της το δίδαξε.»
            Έχω να πω πως στη σχολική μου πορεία κανείς δεν ήρθε να μου πει «Μάθε λοιπόν για τον Παπαδόπουλο, για την επταετία και για το τι έγινε στη Χούντα.» Δεν περίμενα να έρθει κανένας για να μου το επιβάλει, έψαξα μόνος μου τα πράγματα. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για το συγκεκριμένο. Η αλήθεια είναι πως το σχολείο δίνει ένα απλό έναυσμα για τη γνώση. Κανείς δε θα έπρεπε να είναι πάνω από το κεφάλι μας και να μας υποχρεώνει να μάθουμε. Τα πράγματα τα κάνουμε μόνοι μας, και όταν δε τα κάνουμε ή όταν δεν πάνε όπως θα θέλαμε πάντα βρίσκουμε τρόπους να αποποιηθούμε των ευθυνών μας. Η ταπεινή μου γνώμη είναι ότι όταν κάποιος δε ξέρει τι είναι κάτι, και διαθέτει όλα τα μέσα για να το διαβάσει και να το κατανοήσει, τότε φταίει ο ίδιος. Κανένα σύστημα και κανένας καθηγητής δεν ευθύνεται για τη δική μας τεμπελιά και τη δική μας άγνοια.
            Το σύστημα στην Ελλάδα είναι κατά την διαδεδομένη άποψη άχαρο και αναποτελεσματικό. Το αστείο είναι ότι όταν γίνεται μια προσπάθεια να αλλάξει υπάρχει άμεση γκρίνια, γιατί κανείς δε θέλει να ρισκάρει για το καλύτερο. Προτιμούμε να μείνουμε στο χάος παρά να ρισκάρουμε για τον παράδεισο, γιατί ενδεχομένως το χάος έχουμε συνηθίσει. Όταν ήμουν πρώτη λυκείου, τα αρχαία γενικής παιδείας άλλαξαν τρόπο διδασκαλίας. Το μάθημα έγινε περισσότερο διαδραστικό, και δεν εκπαιδευτήκαμε όσο έπρεπε στη μετάφραση κειμένου. Στη δευτέρα λυκείου περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη τους θεωρητικούς, στην πρώτη γνωριμία με το άγνωστο κείμενο. Η προσπάθεια για το καλύτερο είχε τη γκρίνια ως αντίδραση.
            Ο ιδεατός τρόπος διδασκαλίας θεωρείται από πολλούς μια μορφή Πλατωνικών διαλόγων εν ώρα μαθήματος. Γνώση μέσα από τη συζήτηση, εξαγωγή συμπεράσματος από τον ίδιο τον μαθητή. Ο καθηγητής δίνει το έναυσμα, την αφορμή. Εγώ ρωτώ αν είμαστε έτοιμοι για τέτοια διδασκαλία.  Είμαστε τάχα έτοιμοι για τον εκπαιδευτικό παράδεισο, όταν έχουμε ασκηθεί στην εκπαιδευτική κόλαση; Το Ελληνικό σύστημα μπορεί όντως να είναι αναποτελεσματικό. Όμως έχει εισχωρήσει βαθιά μέσα σε εμάς τους ίδιους, γιατί παρέχει μια ασφάλεια: θα μάθω φιλοσοφία απ’ έξω. Θα μάθω έναν τρόπο ανάπτυξης και θα αναπτύξω έτσι τον πρόλογο. Θα μάθω το βιβλίο απ’ έξω και θα γράψω ιστορία 20. Πώς γίνεται να περιμένουμε τη γνώση χωρίς τη δική μας κρίση; Πώς γίνεται μέσω της αποστήθισης χωρίς κριτική σκέψη να πιστεύουμε ότι έχουμε αγγίξει έστω και στο ελάχιστο τους προβληματισμούς που έθεταν όλα αυτά τα μεγάλα κεφάλια; Είναι ένα παιχνίδι αντιφάσεων και κολοσσιαίων ειρωνειών μεταξύ ημών και του συστήματος, καθώς και ο μαθητής που έχει γράψει 20 ακόμα ξέρει ότι το 20 δεν αντιπροσωπεύει τη γνώση, αλλά περισσότερο την απόγνωση.
            Και ξαναλέω ότι δεν κράζω το σύστημα. Μάλλον κράζω εμένα τον ίδιο, γιατί αν και πιστεύω πως είναι ένα αρκετά μεγάλο παραμύθι, είμαι μέρος του και το τρέφω καθημερινά. Γιατί έχω μπει στον χορό και θα χορέψω. Και είναι χρέος μου να το κάνω όσο καλύτερα μπορώ, ακόμα και με τα πεπαλαιωμένα εφόδια του συστήματος. Ένα γνωμικό λέει πως «όταν ένα άγαλμα δείχνει τον ουρανό, ο χαζός κοιτά το δάχτυλο». Για μένα, αυτό που κάνει το ελληνικό σύστημα είναι να χτίζει μια προκάτ κατασκευή, μια τέντα από πάνω από εμάς και από το άγαλμα. Το κάνει για να είμαστε στη σκιά, για να μη ζεσταθούμε βρε αδερφέ. Αλλά μας κρύβει τον ουρανό, δηλαδή τον τελικό μας στόχο. Εμείς αυτό που έχουμε να κάνουμε είναι να βγούμε κάτω από την τέντα για να αντικρύσουμε τον ουρανό. Εμείς κοιτάμε την ψευδοροφή, τάχα σαστισμένοι από το υπέροχο ταξίδι γνώσεων που μας προσέφερε. Αλλά κανείς μας δε σκέφτεται ότι πίσω από κάθε τοίχο και πίσω από κάθε ταβάνι υπάρχει και το μεγαλύτερο πλαίσιο, το οποίο αγνοούμε αριστοτεχνικά. Να κι ένα καλό του συστήματος όμως. Για να δεις τον ουρανό, πρέπει πρώτα να δεις πολλές ψευδοροφές. Και όταν τελικά τον αντικρίσεις μπορείς να τον εκτιμήσεις.
            Το σύστημα μας βάζει ηθελημένα να υπερπηδάμε πολλά εμπόδια για να φτάσουμε σε λάθος τέρμα. Εγώ δε μπορώ να κρίνω αν είναι σωστό κι αν είναι λάθος αυτό, μπορώ μόνο να πω ότι δεν είναι δουλειά μου, δεν είναι δουλειά μας να το κρίνουμε. Έχω σιχαθεί να βλέπω άτομα να κατηγορούν το σύστημα επειδή δε τους βολεύει, ή επειδή εκ των πραγμάτων είναι λιγουλάκι απάνθρωπο. Όσο άσχημα κι αν είναι τα πράγματα, πρέπει να ξεριζώσουμε από μέσα μας τη ρημάδα νοοτροπία που μας κάνει να επιρρίπτουμε από δω κι από κει τις ευθύνες μας, και να αρχίζουμε να τις επωμιζόμαστε. Βγες κάτω από την ψευδοροφή, και μην την κοιτάς τάχα μαγεμένος. Θέλει προσπάθεια να βγούμε από το χάος. Γιατί και το χάος εμείς το φτιάχνουμε. Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και επιδέξιους κώλους, ξέρετε.
            Για να φτιάξουμε τον εκπαιδευτικό παράδεισο πρέπει να βρούμε μέσα μας τον παράδεισο πρώτα. Και ρωτάω εγώ ποιος το κάνει στις μέρες μας; Ποιος αλλάζει τα πράγματα, αφού κι έτσι θα τη βγάλουμε; Αντί λοιπόν να κράζουμε όλοι μαζί το σύστημα, μπορούμε να το αξιοποιήσουμε στο έπακρο. Το σύστημα μας δίνει μια κουτσή αφορμή. Κουτσή, στραβή, είναι αφορμή.
            «Την άνοιξη αν δε τη βρεις τη φτιάχνεις», είπε ο μεγάλος Ελύτης. Εκτός από του να μάθουμε τη φράση απ’ έξω, μπορούμε να την επεξεργαστούμε και λίγο.

του Βασίλη Σερβετά

Ε... ΕΤΥΧΕ

Όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο, έτσι δεν λένε; Κι όμως, αναγκάζομαι να αφήσω το σπίτι μου χωρίς να υπάρχει λόγος. Αναγκάζομαι να μείνω χωρίς πατέρα χωρίς λόγο. Αναγκάζομαι να προσφέρω ψυχολογική υποστήριξη σε μια καταθλιπτική μητέρα χωρίς λόγο. Ίσως τελικά τίποτα δεν συμβαίνει για κάποιο λόγο. Τίποτα.
Τι είναι η ζωή; Ένα παιχνίδι είναι. Κι εμείς όλοι πιόνια της. Το ζάρι διατάζει. Το ζάρι καθορίζει. Το ζάρι δείχνει το δρόμο. Κι εσύ απλά κινείσαι. Όχι εκεί που θέλεις αλλά εκεί που σε οδηγούν οι καταστάσεις. Εκεί που σε οδηγεί το ζάρι. Νομίζεις ότι κάνεις επιλογές. Νομίζεις ότι εσύ διαλέγεις τους ανθρώπους με τους οποίους συναναστρέφεσαι, τη μουσική που ακούς, τις ταινίες που βλέπεις, τα βιβλία που διαβάζεις. Όχι. Η αλήθεια είναι ότι δεν διαλέγεις τίποτα. Αν η ζαριά ήταν διαφορετική θα βρισκόσουν αλλού, με μια άλλη οικογένεια. Θα ήσουν κάποιος άλλος. Τα διάφορα ερεθίσματα σε συνδυασμό με τα γενετικά χαρακτηριστικά διαμορφώνουν το χαρακτήρα σου. Θα μπορούσες να είσαι κάποιος άλλος, διαφορετικός και ίδιος  την ίδια στιγμή. Και όχι επειδή το επέλεξες. Επειδή έτυχε.
 Ο άνθρωπος είναι ένα πιόνι, ένα τίποτα. Είναι μία συσσώρευση πληροφοριών, ερεθισμάτων, καταστάσεων, τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο. Τα αποθυμημένα του ενός γίνονται όνειρα του άλλου. Νομίζεις ότι θα κάνεις τη διαφορά. Νομίζεις ότι θα κατακτήσεις τον κόσμο, θα σώσεις τον κόσμο. Νομίζεις ότι είσαι ο καλύτερος ή ο χειρότερος άνθρωπος. Νομίζεις ότι είσαι διαφορετικός, ότι με τις πράξεις σου θα κερδίσεις την ευτυχία. Πιστεύεις ότι θα το καταφέρεις, ναι, το πιστεύεις. Και στην πορεία πιστεύεις ότι θα κάνεις τη διαφορά. Γιατί αυτό κάνει το τίποτα. Το τίποτα ελπίζει να γίνει κάτι. Δίνει και τη ζωή του για να γίνει κάτι. Μα στο τέλος συνεχίζει να είναι ένα τίποτα.
Σε τι διαφέρει ο άνθρωπος από τα ζώα; Μπορεί να σκέφτεται. Αυτή είναι η διαφορά. Έχει συνείδηση, έχει λογική. Έτσι τουλάχιστον λένε όλοι.  Έτσι τουλάχιστον μας έχουν μάθει. Τα λιοντάρια για να επιβιώσουν ζουν σε αγέλες. Οι αρκούδες για να επιβιώσουν πέφτουν σε χειμερία νάρκη. Οι άνθρωποι για να επιβιώσουν σκέφτονται. Επομένως η λογική δεν είναι το θαύμα της φύσης, δεν κάνει τον άνθρωπο να διαφέρει. Αντιθέτως αποδεικνύει ότι και αυτός ανήκει στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο των πλασμάτων που ζουν και επιβιώνουν με κάποιον τρόπο. Η συνείδηση είναι απλά ένα εργαλείο. Ένα χρήσιμο εργαλείο επιβίωσης που δε διαφέρει από την οξυμένη όσφρηση ή ακοή.
Γιατί, γιατί, γιατί; Η πιο διαδεδομένη ερώτηση. Μια ερώτηση που οδήγησε στη δημιουργία πολιτισμού, στη δημιουργία των μεγαλύτερων επιτευγμάτων που κατακτήθηκαν ποτέ. Αυτή η ερώτηση ευθύνεται για την εξέλιξη του ανθρώπου. Έτσι λένε όλοι. Έτσι μας έμαθαν τουλάχιστον. Κι όμως, ο άνθρωπος εξελίσσεται όπως κάθε πλάσμα. Μάχεται, κατασκευάζει, ζευγαρώνει, επιβιώνει. Στην πορεία προσπαθεί να λύσει τα προβλήματα που ο ίδιος δημιουργεί με όλα τα μέσα που υπάρχουν, με τη φιλοσοφία, την πολιτική, την επιστήμη. Και αυτό το ονομάζει παιδεία. Την προσπάθεια να βελτιωθεί για να επιβιώνει την ονομάζει παιδεία. Έχει  το συνήθειο να βάζει ταμπέλες στα πράγματα. Και όσο περνάν τα χρόνια προσπαθεί να βάλει ταμπέλες σε όσα περισσότερα πράγματα, έννοιες, καταστάσεις βρίσκει. Και όταν νομίζει ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο για να ανακαλύψει και να του δώσει ένα όνομα δημιουργεί τα δικά του καινούρια πράγματα μόνο και μόνο για να βάλει περισσότερες ταμπέλες. Επειδή με τις ταμπέλες αυτές δίνει απαντήσεις στα γιατί του. Και δίνοντας απαντήσεις στα γιατί του νιώθει ότι γίνεται κάτι. Νιώθει ότι κάνει τη διαφορά. Νιώθει ότι δεν είναι ένα τίποτα.
Με την αγάπη ολοκληρώνεται ο άνθρωπος. Με την αγάπη για την οικογένειά του, για τους φίλους του, για το ταίρι του, για ένα άθλημα, για το τραγούδι, για το χορό, για την εξουσία, για τα λεφτά. Με την αγάπη βρίσκει την ευτυχία. Με την αγάπη μπορεί να καταφέρει τα πάντα. Έτσι λένε όλοι. Έτσι μας έμαθαν. Έτσι λες κι εσύ. Η αγάπη βρίσκεται πάνω από όλα. Έχει μεγαλύτερη αξία από την ανάγκη εύρεσης απαντήσεων. Ναι, αυτό ισχύει απόλυτα. Βλέπεις, η αγάπη είναι αυτή που κάνει τον άνθρωπο να πιστεύει ότι πραγματικά είναι κάτι διαφορετικό. Τα επιτεύγματα, ο πολιτισμός, η επιστήμη του δείχνουν ότι είναι κάτι αλλά η αγάπη είναι αυτή που σε κάνει να νιώθεις μοναδικός, να νιώθεις γεμάτος. Η αγάπη σε κάνει να προσπαθείς να βελτιωθείς και να βελτιώσεις τους γύρω σου. Αυτό το αίσθημα της έντονης έλξης σε συνδυασμό με ένα αίσθημα αυταπάρνησης είναι το κλειδί της ανθρώπινης επιβίωσης και εξέλιξης. Τα ζώα έχουν το ένστικτο για να λειτουργήσουν, να επιλέξουν, να επιβιώσουν. Ο άνθρωπος έχει την αγάπη για να λειτουργήσει, να επιλέξει, να επιβιώσει. Η αγάπη  τον ωθεί στη βελτίωση και έτσι στην επιβίωση του είδους.
Η ύπαρξη είναι κάτι το τυχαίο. Ο άνθρωπος παλεύει όλη του τη ζωή προσπαθώντας να αποδείξει το αντίθετο. Αυτή του η πάλη παίζει καθοριστικό ρόλο στην επιβίωσή του. Μόνο που ο ίδιος δεν το κατανοεί αυτό. Δεν μπορεί να το αποδεχτεί. Ευτυχώς που δεν μπορεί να το αποδεχτεί. Αν πραγματικά μέσα σου πίστευες ότι ήσουν ένα τίποτα θα συνέχιζες να ζεις; Σκέψου το.
Ζω σημαίνει γελάω, ερωτεύομαι, αγαπώ, προσπαθώ, παλεύω, αγωνίζομαι, πονάω. Άλλοι είναι τυχεροί και άλλοι λιγότερο τυχεροί. Ζεις με αυτά που έχεις και κάνεις ότι είναι καλύτερο. Επιλέγεις, δημιουργείς, επιδιώκεις, καταφέρνεις, κάνοντας τη διαφορά. Κι όμως, όλο αυτό είναι μία ψευδαίσθηση.  Όλοι ζούμε με αυτή τη ψευδαίσθηση. Ο άνθρωπος είναι ένα τίποτα που νομίζει ότι είναι κάτι. Αλλά η αλήθεια είναι ότι αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Απλά αυτές είναι οι συνθήκες. Υπάρχεις επειδή απλά υπάρχεις, χωρίς να υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος.  Εσύ ζεις επειδή έτυχε. Και η ζωή σου θα διαμορφωθεί σύμφωνα με τα ερεθίσματα που δέχεσαι και τα ερεθίσματα που δέχονται οι γύρω σου. Και ακόμα κι αν ξέρεις ότι αυτή είναι η αλήθεια θα συνεχίζεις να κάνεις αυτό που ξέρεις καλύτερα. Θα συνεχίζεις να γελάς, να ερωτεύεσαι, να αγαπάς, να προσπαθείς, να παλεύεις, να αγωνίζεσαι, να πονάς, να ψάχνεις απαντήσεις στα γιατί σου. Άλλωστε άνθρωπος  είσαι, αυτό ακριβώς προορίζεσαι να κάνεις. Αναρωτιέσαι γιατί προορίζεσαι να κάνεις αυτό; Ε… έτυχε. –

της Μαρίας Γκροζντάνοβα

ΠΙΣΤΕΥΕ ΚΑΙ ΜΗ ΕΡΕΥΝΑ

   Αισθάνομαι τυχερός που οι απόψεις μου, σχετικές με το θέμα της «επιστήμης» της αστρολογίας, μπορούν να κοινοποιηθούν μέσω της σχολικής εφημερίδας. Αφορμή για την σύνταξη του άρθρου στάθηκε μια πρόσφατη εμπειρία σχετική με το θέμα η οποία εξέγειρε τους προβληματισμούς και μου θύμισε συζητήσεις επί τούτου, αλλά και μια συμμαθήτριά μου που πέρσι όταν την πληροφόρησα πως ως μάθημα επιλογής δήλωσα την Αστρονομία, μου απάντησε με έκπληξη «μα εσύ δεν τα πιστεύεις αυτά!», προφανώς επειδή δεν έβρισκε καμία διαφορά ανάμεσα στην συγκεκριμένη επιστήμη και την Αστρολογία.
   Με τον όρο Αστρολογία λοιπόν (και όχι ΑστροΝοΜία, επαναλαμβάνω) ονομάζουμε το σύνολο των παραδόσεων και συστημάτων, τα οποία ισχυρίζονται πως η φαινόμενη θέση διαφόρων ουρανίων σωμάτων σχετίζεται και επηρεάζει τη ζωή του ανθρώπου, με τρόπο άγνωστο στην σημερινή επιστήμη και λογική της Αιτιοκρατίας. Οι παραδόσεις αυτές λοιπόν απορρίπτουν τις αρχές του Ρασιοναλισμού (Ορθολογισμού), δηλαδή δεν αποδέχονται ως γνώμονα και αφετηρία της γνώσης την λογική σκέψη, ούτε στηρίζουν τις απόψεις τους σε αποδείξεις ή τεκμήρια όπως επιδεικνύουν οι αντίστοιχες αρχές του Ντετερμινισμού. Ωστόσο αυτό που προβληματίζει είναι ότι μεγάλο μέρος της κοινωνίας παρά την πρόοδο της επιστήμης, της ανθρώπινης διανόησης και σκέψης συνεχίζει να διαβάζει πιστά τις σελίδες Αστρολογίας στα περιοδικά, παρακολουθεί τον ωροσκόπο του και πιστεύει χωρίς ενδοιασμούς ότι «επειδή ο Κρόνος θα κινείται σε ορθή πορεία στον Σκορπιό και ο Ερμής θα είναι ανάδρομος, θα του επιβάλλουν νέες ισορροπίες στην προσωπική του ζωή».  Είναι σημαντικό λοιπόν να ερευνήσουμε τους λόγους για τους οποίους πρέπει να είμαστε δύσπιστοι στις προβλέψεις επιτηδείων και να μας προβληματίσει το γεγονός ότι μια σημαντική μερίδα πληθυσμού στηρίζει την ζωή της σε αυτές.
   Ας ξεκινήσω από την παντελή έλλειψη αποδείξεων, τρίζουν τα κόκαλα του
Descarte. Το ανθρώπινο είδος έχει κάνει μια αλματώδη πρόοδο στον χώρο της επιστήμης, έχουμε φωτογραφήσει την ακτινοβολία που έχει αφήσει πίσω του το Big Bang και προσπαθούμε να ξεκλειδώσουμε ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της φύσης, την γέννηση του σύμπαντος (και τα καταφέρνουμε επιτυχώς προς το παρόν – βλέπε Μποζόνιο του Higgs). Έχουμε στείλει ανθρώπους -και στοχεύουμε τις έρευνές μας στην προσπάθεια να μετοικίσουμε- σε ξένα ουράνια σώματα. Γίνεται λοιπόν να μην γνωρίζουμε, πως αυτά αλληλεπιδρούν με εμάς και με ποιόν τρόπο επηρεάζουν τον χαρακτήρα μας; Το μόνιμο επιχείρημα που επικαλούνται οι αστρολόγοι και οι υποστηρικτές τους είναι η επιτυχία στις προβλέψεις. Στο παραπάνω έδωσε μια πολύ καλή απάντηση με ένα πείραμά του το 1948 ο ψυχολόγος Bertram R. Forer και το αναπαρήγαγε με μεγάλη επιτυχία αργότερα ο σκεπτικιστής James Randi. Ο κύριος Forer, έδωσε σε ένα πλήθος φοιτητών του μια ανάλυση της προσωπικότητάς του καθενός και τους ζητούσε να βαθμολογήσουν με άριστα το 5, κατά πόσο η περιγραφή που τους δόθηκε ταίριαζε με τον πραγματικό τους χαρακτήρα. Ο καθηγητής χωρίς να γνωρίζει κανέναν κατάφερε να αποσπάσει στις βαθμολογίες έναν μέσο όρο της τάξης του 4,26 που σημαίνει ότι πέτυχε με ακρίβεια τους χαρακτήρες της πλειοψηφίας του δείγματος. Το εντυπωσιακό είναι ότι η περιγραφή που έδωσε σε όλους ήταν το ίδιο απόσπασμα το οποίο είχε πάρει από περιοδικό αστρολογίας. Το απόσπασμα, όπως και κάθε στήλη αστρολογίας στον σύγχρονο τύπο ήταν γεμάτο ασάφειες στην διατύπωση και διφορούμενες περιγραφές (πχ. «Όταν ήσουν μικρός έζησες μια τραυματική εμπειρία» - όλοι έχουμε ζήσει μια τραυματική εμπειρία). Τα χαρακτηριστικά δεν είναι μόνο αυτά, οι προβλέψεις δεν είναι ποτέ αρνητικές αλλά πάντα ενθαρρυντικές, συνδυάζουν στοιχεία από αρχαίες έννοιες και σύγχρονα επιστημονικά στοιχεία ώστε δίνουν την εντύπωση ενός επιστημονικοφανούς λόγου και συνήθως το λεξιλόγιο κουράζει τον αναγνώστη, ώστε όσο περισσότερα διαβάζει, τόσο λιγότερα να θυμάται. Σας παραπέμπω να «googlαρετε» το πείραμα του καθηγητή φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Shawn Carlson ο οποίος εξέθεσε τριάντα διάσημους αστρολόγους των ΗΠΑ, αποδεικνύοντας ότι οι προβλέψεις τους με βάση τα «αστρολογικά τους δεδομένα» ήταν χειρότερες από αυτές που θα έκαναν αν είχαν ως γνώμονα την τύχη.
   Η αστρολογία είναι μια μακραίωνη παράδοση η οποία αναπτύχθηκε τα χρόνια κατά τα οποία η γνώσεις του ανθρώπου για το σύμπαν ήταν ελάχιστες. Πλέον γνωρίζουμε πως η γη είναι ένα ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από τον ήλιο (γνώσεις δημοτικού), πράγμα που δεν φαίνεται να κατανοούν οι αστρολόγοι, καθώς έχουν αλλάξει ελάχιστα τα δεδομένα τους από αυτά του 16ο αιώνα. Μέτα λύπης ανακοινώνω στους λάτρεις της αστρολογίας, πως οι προβλέψεις της Μύριαμ, θα υπήρχε περίπτωση να ήταν σωστές μόνο αν η γη ήταν το κέντρο του σύμπαντος και όλα τα ουράνια σώματα περιφέρονται γύρω της (αν δηλαδή ίσχυε το Πτολεμαϊκό - γεωκεντρικό σύστημα). Επίσης η μεγαλόμισθη επαγγελματίας αστρολόγος Άση Μπήλιου δεν έλαβε υπόψη της το φαινόμενο της μετάπτωσης των ισημερινών που έχει ως αποτέλεσμα κάθε 2150 χρόνια η εαρινή ισημερία να συμβαίνει σε διαφορετικό αστερισμό. Ψιλά γράμματα. Για να μην μακρηγορώ, αν είστε Κριός, καλύτερα διαβάστε την στήλη του Ιχθύ, γιατί λόγω της μετατόπισης του άξονα της γης, μάλλον αυτό είναι το «πραγματικό» σας ζώδιο.
   Αυτά ήταν λίγα από τα εκατοντάδες αποδεικτικά στοιχεία που μπόρεσα να βρω κατά της απάτης που ονομάζουμε αστρολογία. Ωστόσο αυτά τα επιχειρήματα είναι λίγα και η απάντηση πάντα γνωστή: «Μα εμένα ότι λέει το ζώδιο μου βγαίνει!». Ο ανθρώπινος εγκέφαλος, έχει την ικανότητα να θυμάται ασυνείδητα γεγονότα που θέλει, και να διαγράφει άλλα που δεν του χρειάζονται. Θυμηθείτε τον νόμο του ψωμιού: όποτε σου πέσει κάτω φέτα αλειμμένη με βούτυρο θα πέσει από τη μεριά με το βούτυρο! Λάθος, οι πιθανότητες να πέσει η φέτα από την αλειμμένη πλευρά ή την άλλη, είναι μοιρασμένες, απλά εμείς θυμόμαστε μόνο τις φορές που το βούτυρο μας λέρωσε, τις υπόλοιπες ο εγκέφαλος μας τις διέγραψε, ως άχρηστες πληροφορίες. Με την ίδια λογική θυμόμαστε μόνο τις φορές που η αστρολογική στήλη έκανε μια σωστή πρόβλεψη και τις εκατοντάδες φορές που έπεσε έξω, τις ξεχάσαμε, ασυνείδητα.
   Η πίστη στις ζωδιακές προβλέψεις δεν είναι χαρακτηριστικό ανθρώπων χαμηλής νοημοσύνης (ο
Ronald Reagan και ο Winston Churchill ήταν λάτρεις της αστρολογίας), είναι χαρακτηριστικό αδυναμίας του χαρακτήρα και της έλλειψης κριτικής σκέψης. Η πίστη αυτή ενισχύεται επίσης από την γοητεία του μυστικισμού που προσφέρουν αυτές, την συνειδητή τροποποίηση της πραγματικότητας ώστε να προσαρμόζεται στις προσδοκίες μας, την έμφυτη τάση του ανθρώπου να μάθει το μέλλον του, την εξοικείωση μας με αυτές λόγω της υπερβολικής προβολής τους στα Μέσα Μαζικής Εξημέρωσης, την απενοχοποίηση που προσφέρουν και την ανακούφιση καθώς κάνουν τον άνθρωπο να πιστέψει πως «το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον» και τέλος όπως με πολύ σοφία εξήγησε ο φυσικός Carl Sagan, ικανοποιούν την ματαιοδοξία του ανθρώπου ότι είναι κάτι σημαντικό στο αχανές σύμπαν που τον τελευταίο αιώνα έχουμε γνωρίσει, και δίνει την ψευδαίσθηση ότι η ανθρώπινη ζωή έχει αξία.
   Η πίστη σε παντός είδους δεισιδαιμονίες, στερεί από τον άνθρωπο την ελευθερία και τον καθιστά υποχείριο των επιτήδειων. Εξοργίζει το γεγονός ότι ενώ οι Αστρολογικές προβλέψεις κάνουν την εμφάνισή τους σε καθημερινή βάση στα ΜΜΕ, οι αντίστοιχες επιστημονικές στήλες έχουν την τιμητική τους μια φορά τον μήνα. Τέλος, όσον αφορά την χώρα μας, οι τραπεζικοί λογαριασμοί των μελλοντολόγων (αστρολόγοι, μέντιουμ, χαρτορίχτρες κ.α.) πλησιάζουν ποσά όμοια με αυτά του δημόσιου χρέους, την στιγμή που καθηγητές και επιστήμονες απολαμβάνουν τους «πλουσιοπάροχους» μισθούς του δημοσίου. Ας αναρωτηθούμε λοιπόν, πως είναι δυνατόν στην εποχή της γνώσης, της πληροφόρησης και της τεχνολογίας, μερίδες πληθυσμού να παραπλανούνται με τόσο μεγάλη επιτυχία.


του Σπύρου Κασάπη

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ 13

                 Ευελπιστώ ότι το παρόν τεύχος που κρατάτε στα χέρια σας κυκλοφόρησε την Παρασκευή, 13 Σεπτεμβρίου 2013. Παρασκευή και 13 λοιπόν. Ελπίζω μόνο να κυκλοφορήσει όντως τότε το τεύχος, γιατί το κείμενο αλλιώς δεν έχει σκοπό. Απλώς θέλησα να εξετάσω τι ακριβώς γίνεται, ή τέλος πάντων τι ακριβώς έχει γίνει, και έχει δώσει τροφή σε όλους τους δεισιδαίμονες να συντάξουν θεωρίες για την αποφράδα Παρασκευή και 13.
                 Δεν κάνω τον κόπο να μπω καν στα σάιτ που μιλάνε οι συνομωσιολόγοι, και αναφέρουν απίστευτα γεγονότα που έχουν συμβεί τυχαία όλα Παρασκευή και 13. Δεν είναι τυχαίο, όποτε πέφτει Παρασκευή και 13 ευθυγραμμίζονται όλοι οι πλανήτες του γαλαξία, η στάθμη του Ατλαντικού ωκεανού κατεβαίνει 3 εκατοστά και είναι η μόνη μέρα που δεν κάνει πορεία το ΠΑΜΕ. Όμως, μιλώντας πλέον σοβαρά, στις αγγλοσαξονικές χώρες, στις ισπανόφωνες χώρες και στην Γερμανία, ακόμα και σήμερα εν έτει 2013 ορισμένα κτίρια δεν έχουν 13ο όροφο, και ο αριθμός 13 δεν υπάρχει σε ορισμένους δρόμους. Προκατάληψη, ή διαχρονικός χαβαλές;
Γιατί Παρασκευή, και γιατί 13; Αναφέρω τις πλέον διαδεδομένες «θεωρίες»: ο Ιούδας ήταν ο 13ος μαθητής του Χριστού, και συγχρόνως ο 13ος καλεσμένος στον μυστικό δείπνο. Ο Χριστός σταυρώθηκε ημέρα Παρασκευή. Για τους Μουσουλμάνους, η Παρασκευή θεωρείται κακορίζικη καθώς ο Αδάμ και η Εύα έφαγαν τον απαγορευμένο καρπό ημέρα Παρασκευή, και η βιβλική πλημμύρα έγινε ημέρα Παρασκευή. Στη συνέχεια, η έκδοση διατάγματος από τον Πάπα, την Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 1307 για την θανάτωση των Ναϊτών ιπποτών συνέβαλε στην διαμόρφωση κακών αντιλήψεων για την εν λόγω ημέρα. Πάμπολλες ακόμα ιστορίες, όπως η αποστολή Apollon 13, που εκτοξεύτηκε στις 13:13.. Μετά από την παρουσία προβλημάτων η αποστολή διακόπηκε στις 13 Απριλίου.. Επίσης, η Παρασκευή ήταν η μέρα εκτέλεσης κρατουμένων στην αρχαία Ρώμη. Και το τελευταίο: υπάρχει η αντίληψη πως όσα ονόματα έχουν 13 γράμματα έχουν την τύχη του διαβόλου (Jack the Ripper, Charles Manson, κτλ.). Τι μπορεί να κατεβάσει το ανθρώπινο μυαλό, όταν θέλει και μόνο.
                Το ζήτημα είναι πως αυτή η Παρασκευή, όλες αυτές οι Παρασκευές και γενικότερα πολλές αντίστοιχες αντιλήψεις των ανθρώπων προέρχονται από αβάσιμες θεωρίες και ουσιαστικά αποτελούν ένα διαχρονικό παιχνιδάκι. Οι άνθρωποι θέλουν να ασχολούνται με κάτι. Θέλουν να παίζουν το ρεαλιστικό παιχνίδι της αποφράδας μέρας που όλοι θα προσέχουν που πατάνε, δε θα περνάνε κάτω από σκάλες και θα προσέχουν για τύπους με μάσκες χόκει και αλυσοπρίονα (βλέπε ταινία: Παρασκευή και 13. Κατά προτίμηση το original και όχι τα 27 sequel). Όλα μια ιδέα είναι, βαθιά ριζωμένη στο κεφάλι μας. Ούτως ή άλλως, και η προκατάληψη ένα χόμπι δεν είναι;

του Βασίλη Σερβετά