Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

ΤΟ ΕΛΕΠΑΠ, ΤΟ ΘΕΑΜΑ ΚΑΙ Η ΘΛΙΨΗ

      «Τι στον κόρακα θα διαβάσω τώρα», αναρωτιούνται σίγουρα πολλοί μετά απ’ αυτόν τον τίτλο. Ουάου. Ισχυρός τίτλος. Έχει μέσα το ΕΛΕΠΑΠ, που αμέσως θίγει ένα πολύ λεπτό ζήτημα. Έχει μέσα και τη θλίψη, μια λέξη συγκινησιακά φορτισμένη, που μας κάνει να νομίζουμε ότι αυτό που θα διαβάσουμε μιλάει για κάτι πολύ συγκινητικό και ουσιώδες. Τέλος το θέαμα: η λογική και η άμεση αντίληψη είναι «θα μιλήσει για την θλίψη που του προκαλεί το θέαμα αυτής της κατάστασης». Η πιο «ψαγμένη» αντίληψη του νοήματος, το «reading behind the lines»: η θλίψη που του προκαλεί το γεγονός ότι το ΕΛΕΠΑΠ αντιμετωπίζεται σαν θέαμα». Η αλήθεια που βρίσκεται; Δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Είναι από τα κείμενα στα οποία γράφω πρώτα τον τίτλο, για να μου θυμίζει όταν τον κοιτάω ότι για αυτό θέλω να μιλήσω. Η σκέψη κυλάει ασταμάτητα, «η σκέψη είναι άναρχη και αυτόνομη», και σύμφωνα με τις κρίσεις των φιλολόγων μου οι παράγραφοί μου είναι ένα τουρλουμπούκι ιδεών και «wannabe» αντιλήψεων περί κάποιου θέματος. Παραθέτω λοιπόν το πιο αριστοτεχνικό μου τουρλουμπούκι, το κείμενο που προκαλεί κλάμα στους φιλολόγους λόγω της προβληματικής του δομής, το μανιφέστο της αναρχίας της προβληματικής μου σκέψης.
            Κριτική. Ένα δεύτερο ουάου. Μια λέξη επίσης συγκινησιακά φορτισμένη. «Μείον δύο Βασιλάκη, δε θέλω να χρησιμοποιείς ωραιολογίες». Την κριτική τη δεχόμαστε καθημερινά από παντού. Το παραμικρό βλέμμα, το πιο «αθώο» γελάκι, το πιο φαινομενικά καθόλου επιτηδευμένο σχόλιο του συμμαθητή που δε χωνεύεις καθόλου. Και φυσικά, η οποιαδήποτε κίνηση του καθηγητή, που έχει αυτή την ικανότητα να σε ρίξει από το «βάθρο» σου. «Ποιο βάθρο ρε;» θα μου πείτε εσείς. Το βάθρο λοιπόν στο οποίο ο καθένας χτίζει για τον εαυτό του. Όλοι είμαστε πάνω στον θρόνο μας, και δεν επιτρέπουμε σε τίποτα να μας ρίξει από αυτό. Βεβαίως και όλοι έχουμε ένα βάθρο. Το θέμα είναι ότι πολλοί δίνουν πολλή βαρύτητα σ’αυτό το βάθρο, κάτι που συντελεί φυσιολογικά στην προβλεπόμενη κατάρρευσή του.
            Ήδη εκτός θέματος. «Ο τίτλος δε συμβαδίζει με την ροή του κειμένου». Δεκτό. Ξέρετε τι αναρωτιόμουν ανέκαθεν, και κανένας καθηγητής δε μου το απάντησε ποτέ; Ο Ντοστογιέφσκι προτιμούσε να χρησιμοποιεί τη διαίρεση ή το αίτιο-αποτέλεσμα στις παραγράφους του; Επειδή λοιπόν αυτός ο μεγάλος συγγραφέας δεν καθόταν μέσα στο κρύο αγκαλιά με τη βότκα του να σκεφτεί πως θα στήσει την αναλογία στην παράγραφό του, επινοήσαμε και έναν όγδοο τρόπο ανάπτυξης παραγράφου. Τον συνδυασμό μεθόδων, ή κοινώς το τουρλουμπούκι. Αγαπητοί μου καθηγητές, καταλαβαίνω πολύ καλά. Προφανώς δεν είμαι ο Ντοστογιέφσκι. Και προφανώς, κατά πάσα πιθανότητα δεν πρόκειται ποτέ να τον πλησιάσω. Και γι’ αυτό μου απαγορεύετε να χρησιμοποιώ αυτόν τον τρόπο γιατί η σκέψη μου δε διακρίνεται καθαρά, δεν είναι δυνατό να καταλάβει ένας άνθρωπος τι θέλω να πω γιατί ακριβώς δε ξέρω από πού αρχίζω και που θέλω να τελειώσω. Πολύ καιρό συμβιβάζομαι, και προφανώς θα συμβιβαστώ στις πανελλήνιες εξετάσεις. Όμως βαρέθηκα να ανακαλύπτω τρόπους να αποδεχτώ την κάθε «αλάνθαστη» υπόδειξή σας, και να ψάχνω πάντα το δικό μου λάθος παντού. Δεν είμαι τύπος που δεν παραδέχεται το λάθος του, αλλά είμαι τύπος που βαρέθηκε να δέχεται έτσι την κρίση.
            Νιώθω ενοχές όταν αμφισβητώ. Ναι, αυτή τη στιγμή νιώθω άσχημα που τόλμησα να αμφισβητήσω την οποιαδήποτε υπόδειξη. Και ξέρω πολύ καλά επίσης ότι οι διορθώσεις δεν είναι στοχευμένες και γίνονται για το δικό μου καλό. Επίσης ξέρω ότι ποσώς ενδιαφέρει βεβαίως τον κάθε καθηγητή πως αισθάνομαι εγώ. Και έρχομαι εγώ να πω πως σ’αυτή τη σχέση αμοιβαίας κατανόησης είναι προφανές πως εγώ δεν μπορώ να πω το ίδιο. Γιατί θα γίνω θρασύς. Γιατί δεν είμαστε ίσα κι όμοια, κι αυτό ευτυχώς ή δυστυχώς δεν είναι ειρωνικό. Άλλωστε, σε μια σχέση εξάρτησης αναπτύσσονται αισθήματα μίσους από αυτόν που άρχεται προς αυτόν που άρχει. Είναι φυσιολογικό, είναι και στο βιβλίο της λογοτεχνίας (Όνειρο στο Κύμα, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη), παρόλα αυτά το αντιμετωπίζουμε ως κάτι ακραίο.
            Δεν θέλω να πω σ’αυτό το κείμενο πως βαρέθηκα την κριτική. Όχι, δεν θα το πω αυτό γιατί δεν την βαρέθηκα. Την αντιμετωπίζω καθημερινά και θα την αντιμετωπίζω για την υπόλοιπη ζωή μου, όσο δίκαιη και άδικη κι αν είναι. Ένα τεράστιο λοιπόν ευχαριστώ σε όλους σας γιατί μου διδάξατε πώς να την υφίσταμαι. Να δηλώσω όμως ότι ξεχάσατε να μου διδάξετε πώς να την ανέχομαι. Κι επειδή ποτέ δεν περιμένω τον βούρδουλα για να μάθω κάτι, θα το διδαχθώ μόνος μου. Το άλλο θέμα είναι πάλι τα λεπτά όρια δικαίου και άδικου, και εάν και κατά πόσο είμαι εγώ σε θέση να διακρίνω τι από αυτά που μου λένε με προσβάλλει ή όχι. Αναζητώ πάντα την πιθανότητα του δικού μου λάθους. Το επεξεργάζομαι πάντα. Ψάχνω παντού που έχω άδικο, για να σβήσω αυτή τη φλόγα που έχω μέσα μου που μου λέει πάντα ότι έχω δίκιο. Κι όμως αυτή η φλόγα υπάρχει για κάποιο λόγο μέσα μου. Το καλύπτετε ωραιότατα με τις έννοιες «εφηβεία», «ανωριμότητα», «αδυναμία κρίσης», και άλλους περίτεχνους όρους, αλλά δεν επεξηγείτε αυτό το υποτιθέμενο θέσφατο, το οποίο μπορεί κάλλιστα να σας αφαιρέσει αυτά τα πολυπόθητα μόρια. Τι είναι δίκαιο λοιπόν; Και τι είναι άδικο; Θέματα λεπτά, που καλύπτονται ελάχιστα στα νομικά πλαίσια, αλλά είναι ικανά να καταστρέψουν την υπόληψη ενός ανθρώπου πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη άνομη πράξη. Έχω λοιπόν βαρεθεί επίσης να σβήνω αυτή τη φλόγα σύμφωνα με την κάθε υπόδειξη. Θα μου πείτε ότι «είναι αναγκαίο να τη σβήνεις Βασιλάκη, γιατί αλλιώς θα καταστραφεί η κοινωνική συνοχή». Διαβάζω κύριοι καθηγητές. Η κοινωνική συνοχή πηγάζει από όλους μας ξεχωριστά. Η κοινωνία υπάρχει επειδή προτάσσουμε το συλλογικό έναντι του ατομικού συμφέροντος. Κι όμως, αυτό που φαίνεται ότι θεωρείται αμελητέο στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι η κοινωνία φέρεται με τον ίδιο τρόπο στα μέλη της. Δούναι και λαβείν; Σε μια μεταγενέστερη ανάγνωση, σίγουρα. Έχω όμως βαρεθεί να ψάχνω το άδικό μου. Επιτρέψτε μου, παρακαλώ πολύ, να διατυμπανίσω αυτή την αδικία που βλέπω γύρω μου που πηγάζει από παντού, γιατί αυτή τη φορά αρνούμαι να την αναλάβω τη ρημάδα την ευθύνη. Κι αν θέλετε να με κατηγορήσετε ως αγνώμονα, κι αν θέλετε να με πείτε ανόητο έφηβο έχετε κάθε δικαίωμα. Όμως έχω σιχαθεί την μονομέρεια αυτής της αδικίας αγαπητοί μου.
            Δεν περιμένω να αποκομίσω καρπούς από τις πράξεις μου. Και δεν μιλάω για τιποτένια νούμερα σε χαρτί, τα οποία θα ήθελα να τα κάψω όλα αν γίνεται γιατί μου θυμίζουν αυτόν τον αγώνα, στον οποίο μετατρεπόμαστε σε κτήνη και προσπαθούμε να αναρριχηθούμε στην κλίμακα του σκορ, να πατήσουμε επί πτωμάτων για να κάνουμε στο τέλος τι; Θεσσαλονίκη-Κομοτηνή; ΘΛΙΨΗ. Μεγάλη μου θλίψη κυρίες και κύριοι. Όλα αυτά τα αθώα «Πόσο πήρες;», όλα αυτά τα γελοία και απαράδεκτα βλέμματα πάνω από τον ώμο του –κατά τα άλλα- φίλου μας, για να ανακαλύψουμε ότι τον περάσαμε ή μας πέρασε στο διαγώνισμα. Συνειδητοποιείτε αγαπητοί μου συμμαθητές πόσο γελοίοι είμαστε; Και μιλάμε για δικαιοσύνη και αδικία, και μιλάμε για προσπάθεια της νέας γενιάς να φτιάξει τα πράγματα. Και εγώ θα κάνω παραπομπή σε περσινό κείμενο του «Κόρακος», στο κείμενο του κυρίου Τσάμη που μιλάει για την υγεία της σταφυλής ( http://tokorakee.blogspot.gr/2012/11/blog-post_881.html ). Εντελώς άλλο το θέμα, αλλά πάλι μου προκαλεί αίσθημα αναγούλας το γεγονός ότι ζούμε σε τέτοια πλάνη. Αυτό όμως που με τρομοκρατεί πραγματικά, και –πιστέψτε με- ξέρω πόσο βαρύ είναι αυτό το ρήμα, είναι το γεγονός ότι το τι κρίνεται ηθικό και τι όχι σ’αυτή την κοινωνία που ζω εγώ καθημερινά γίνεται με πολύ περίεργους τρόπους. Αυτό που δε μπορώ να καταλάβω είναι πως είναι δυνατόν να παραβλέπουμε απαράδεκτες συμπεριφορές που υποδηλώνουν διπροσωπία, αλαζονεία και μια τάση υπεροχής έναντι όλων, και να καταδικάζουμε πράξεις άνομες μεν, κατά πολύ δε αθωότερες, απλώς επειδή αυτές ανακουφίζουν την κοινή γνώμη. Ο «Κόραξ» κράζει ελεύθερα, σε λογικά όμως πάντα πλαίσια. Ο νοών νοείτω. Η χρήση πρώτου πληθυντικού δεν αναφέρεται μόνο στον προφανή παράγοντα της ηγεσίας, για να μην παρεξηγούμαστε, αλλά και σε όλους τους πολυαγαπημένους μου συμμαθητές που κατακρίνουν κάποιες πράξεις χωρίς να κοιτάνε την κατά πολύ περισσότερο λερωμένη φωλιά τους. Κι αν αυτό που λέω δεν είναι κατανοητό ή προφανές, φταίει η άναρχη σκέψη μου και η αδύναμη κρίση μου. Ο καθένας τη φωλιά του. Και μετά των αλλωνών.
            Όλα αυτά περί δικαίου και άδικου μου θυμίζουν, σ’αυτό το απαράδεκτο από άποψη δομής κείμενο, την επίσκεψη της τρίτης λυκείου στο ίδρυμα ΕΛΕΠΑΠ στις 16/12/13. Να επισημανθεί ότι αυτή τη στιγμή που γράφω το κείμενο είναι 11/12/13, και δεν θα είμαι στην επίσκεψη αυτή λόγω υποχρεώσεων (τι γιορτή σας ετοιμάζουμε, βρε!). Δεν ξέρω τι θα γίνει εκεί πέρα. Δεν μπορώ να ξέρω, άλλωστε. Όμως προβλέπω, όπως και ο καθένας. Η επίσκεψη αυτή θα έχει έναν χαρακτήρα λύπης. Κι αν χρειάζονται κάτι αυτοί οι άνθρωποι είναι ο απεριόριστος σεβασμός μας κι όχι η λύπη μας. Αν κάποιος έπρεπε να λυπάται τον άλλον, είναι προφανές ότι τα παιδιά θα έπρεπε να λυπούνται εμάς. Γιατί όταν αντικρίζεις ένα παιδί με ένα τέτοιο πρόβλημα στα μάτια και συνειδητοποιείς ότι σε κοιτάει πραγματικά στα μάτια, και δεν τον νοιάζει να σε ξεπεράσει σε τίποτα, παρά χρειάζεται έναν άνθρωπο να του σταθεί, τότε συνειδητοποιείς ότι η ευφυΐα σου σε πρόδωσε και ότι άλλος είναι ο καθυστερημένος στο δωμάτιο. Κι αν σας ξενίζει αυτή η λέξη αγαπητοί μου υποκριτές, δείτε τι σημαίνει κυριολεκτικά και καταλάβετε ότι έτσι την χρησιμοποιώ. Ο πατέρας μου λέει «δεν υπάρχουν βρώμικες λέξεις, μόνο βρώμικα μυαλά». Κι εγώ έρχομαι να το προσαρμόσω και να πω ότι οι λέξεις δεν προσβάλλουν κάποιες φορές παρά μόνο τα μυαλά που περιμένουν από παντού την προσβολή. Αυτός ο σιχαμερός υποκριτικός καθωσπρεπισμός. Συγκαλύπτουμε διάφορα με ωραία ονόματα. Ειδικές ικανότητες. Διανοητικά προβλήματα. Ανωμαλία στην σεξουαλική προτίμηση. Η πιο ξεκάθαρη μορφή υποκριτικής κοινωνικής σύμβασης. Μας ανακουφίζει όταν προσδίδουμε τέτοιους χαρακτηρισμούς; Προσπαθούμε για άλλη μια φορά να τα ισοπεδώσουμε όλα και να μικρύνουμε τις διαφορές με τον «κοινό άνθρωπο»;
            Άκρως αποτυχημένη παραγραφοποίηση. Διακοπή του κειμένου στην κορύφωση της παραγράφου. Το βασικό θέμα είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι διαφέρουν. Και για κάποιο λόγο αυτό είναι κακό, και προσπαθούμε να αμβλύνουμε τις διαφορές μέσω εντυπωσιακών χαρακτηρισμών. Αυτό δεν είναι τάχα ωραιολογία; Η ριζική αντίθεση είναι ότι από τη μία προσπαθούμε να εντάξουμε το διαφορετικό στη μάζα, και από την άλλη με αυτή μας ακριβώς την πράξη καταφέρνουμε ακριβώς το αντίθετο. Μερικά παιδιά στο ΕΛΕΠΑΠ έχουν διανοητικά προβλήματα, και εξοργίζομαι μόνο στην ιδέα ότι κάποιοι συμμαθητές μου θα κοιτάξουν αυτά τα παιδιά, αυτό το ΘΕΑΜΑ με λύπη. Και όχι με αυτή τη συμπονετική λύπη, αλλά με τη λύπη της υπεροχής, με τη λύπη του «αχ μωρέ το καημένο… δε σου φέρθηκε σωστά η μοίρα…». ΘΛΙΨΗ. Και ένα μεγάλο ποσοστό αίσχους. Κάνω έκκληση, όταν τα κοιτάξετε τα παιδιά στα μάτια να θυμηθείτε πόσο καιρό έχετε να κοιτάξετε κάποιον με αυτόν τον τρόπο. Έχουμε φτάσει στο σημείο να θεωρούμε αυτή την αθωότητα αδυναμία. Και δεν είμαι σε θέση να ξέρω αν αυτά τα παιδιά καταλαβαίνουν τη σκοπιμότητα της επίσκεψης, πάντως αν το καταλαβαίνουν είναι απίστευτα δυνατότεροι από εμάς τους ίδιους.
            Δεν κατακρίνω την ίδια την επίσκεψη, ούτε τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει. Κατακρίνω τον τρόπο με τον οποίο κάποιοι θα αντιμετωπίσουν τη συγκεκριμένη επίσκεψη. Κακά τα ψέματα, αυτές οι εκδρομές δίνουν κάποιο ερέθισμα. Ποιος θα πήγαινε αλλιώς στο ΕΛΕΠΑΠ; Γιατί καλή και η κριτική, αλλά εγώ προσωπικά στο ΕΛΕΠΑΠ δεν είχα πάει, και ούτε σε κάποιο άλλο ίδρυμα. Τώρα η πρόφαση είναι η Τρίτη λυκείου, οι υποχρεώσεις ή όλη αυτή η αντίληψη; Δεν είμαι σίγουρος. Όμως, περί πρόφασης πρόκειται. Και με μεγάλη θλίψη το παραδέχομαι, αλλά είναι αλήθεια. Και αυτή είναι μια ευθύνη που θα αναλάβω.
            Αυτό το κείμενο κάπως έτσι φτάνει προς το τέλος του. Και όχι επειδή δεν έχω τι να πω. Να μην αρχίσω να μιλάω καλύτερα. Όπως είναι προφανές, ο επίλογος ενός κακοδομημένου κειμένου δεν είναι επίλογος: είναι μια ακόμα παράγραφος. Αυτό θα μου δώσει την ευκαιρία να πω ένα ακόμη ευχαριστώ σε όλους τους «καθώς-πρέπει» ανθρώπους που αντικρίζω καθημερινά. Να είστε καλά. Γιατί μέσα από αυτό το «δήθεν» σας, και συγγνώμη αλλά δεν μπορώ να το αποδώσω πιο εύστοχα, μου διδάξατε πραγματικά ότι οι άνθρωποι περιμένουν να απογοητευτούν από σένα. Και ο λόγος είναι ότι θα έχουν από κάπου να πιαστούν για να σε ρίξουν από το «βάθρο» σου. Η κριτική, το «δήθεν», ο καθωσπρεπισμός στη χειρότερη και πιο υποκριτική έκφανσή του είναι πολλά από αυτά που αντικρίζω καθημερινά. Δε βγάζω έξω τα καλά, σε καμία περίπτωση. Ακολουθώ άλλωστε το παράδειγμά σας: ποιος τα κοιτάει τα καλά; «Έχω απογοητευτεί μαζί σου». Βεβαίως και έχετε απογοητευτεί μαζί μου, και με τον διπλανό μου, και με τα πάντα κατά πάσα πιθανότητα. Δε ξέρω που να το αποδώσω. Ίσως να φταίει το γεγονός ότι έχετε απογοητευτεί από εσάς τον ίδιο. Όμως αυτό το μανιφέστο της αδύναμης και άναρχης σκέψης μου θα τελειώσει αισιόδοξα, παρά τις όποιες προσπάθειές σας να επιτύχετε το αντίθετο. Και σας παρακαλώ πολύ όλους σας να συνεχίσετε να ξετρυπώνετε τα μικρά ψεγάδια. Μόνο να προσέξετε, γιατί μου φαίνεται ότι τα κουβαλάτε όλα στην πλάτη σας.
Νάτη πετιέται απο ξαρχής
κι αντριεύει και θεριεύει.

Και ποια είναι αυτή που αντριεύει και θεριεύει; Η ρωμιοσύνη, ας το πούμε έτσι. Κολλάει αυτή η λέξη παντού, έχει πολλές εκφάνσεις. Η αισιοδοξία λοιπόν αυτού του κειμένου σ’αυτό ακριβώς έγκειται: στο γεγονός ότι ό,τι και να γίνει, θα το καμακώσει το θεριό η ρωμιοσύνη. Και για άλλη μια φορά τελειώνω «θριαμβολογώντας», με «ωραιολογίες». Αγαπητοί μου υποκριτές, να με συγχωρείτε πολύ για το κακογραμμένο αυτό κείμενο. Θα συμβιβαστώ. Θα γράφω όπως πρέπει. Θα γίνω «καθώς-πρέπει». Και θα το κάνω αυτό, επειδή πλέον ξέρω ότι αυτό θα σας στοιχίσει.


Σερβετάς Βασίλης

Η ΓΚΡΙ ΖΩΝΗ

      Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα αντιμετωπίζει την σε όλους  μας πλέον  γνωστή  οικονομική κρίση. Αυτή η οικονομική κρίση όμως έχει εξελιχθεί σε  μία βαθύτερη κοινωνική κρίση, την οποία βλέπουμε γύρω μας. Άνθρωποι αυτοκτονούν  πεθαίνουν ή δολοφονούνται, οι αξίες αλλάζουν, περιουσίες αφανίζονται, καριέρες καταστρέφονται, παιδία σταματούν το σχολείο, συνταγματικοί νόμοι παραβλέπονται, τα ΜΜΕ δείχνουν τον πραγματικό τους εαυτό και πάει λέγοντας. 
      Αυτό το άρθρο γράφεται για να δώσει μία διαφορετική ματιά σε όσα ειπώθηκαν κατά την διάρκεια της δίωρης ομιλίας που πραγματοποιήθηκε από τους μαθητές του Ά Λυκείου του Κολλεγίου Ανατόλια στις  6 Δεκεμβρίου με θέμα την «δολοφονία» του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Τι συνέβη  λίγο πολύ το ξέρετε όλοι οπότε δεν θα το επαναλάβω. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να επισημάνω πως αυτό το άρθρο είναι μέσο έκφρασης της προσωπικής μου άποψης. Σε καμία περίπτωση δεν επιθυμώ να προσβάλω ή να θίξω την γνώμη κανενός.
        Σε αυτήν λοιπόν την ομιλία ακούστηκαν πολλές απόψεις. Άλλες χειροκροτήθηκαν άλλες πέρασαν απαρατήρητες και άλλες γιουχαρίστηκαν. Καμία όμως δεν προερχόταν από την σκοπιά του αστυνομικού. Αντίθετα σχεδόν όλες τον καταδίκαζαν με αυτόν τον απόλυτο τρόπο των εφήβων. Εδώ είναι που διαφωνώ. Η ζωή δεν είναι μόνο άσπρο και μαύρο. Υπάρχει και η γκρι ζώνη η οποία ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα πιο πολύ από τις άλλες δύο και  η οποία συχνά ξεχνιέται. Και αυτό γίνεται, γιατί πολύ απλά μας βολεύει πιο πολύ να εκθειάζουμε ένα πρόσωπο και να ρίχνουμε στα κάτεργα ένα άλλο από το να ξοδεύουμε φαιά ουσία και να δίνουμε μία πιο συμβατή λύση μεν αλλά λιγότερο αρεστή δε. Η υπόθεση Γρηγορόπουλος λοιπόν ανήκει ακριβώς στην γκρι ζώνη. Δεν ήμουν εκεί όταν συνέβη   αυτό το πραγματικά τραγικό γεγονός όπως και κανένας από εμάς.
 Εγώ το μόνο που θα προσπαθήσω να κάνω είναι να δώσω μία ερμηνεία η οποία να είναι πιο κοντά σε αυτήν την γκρι ζώνη και ανταποκρίνεται περισσότερο στον τρόπο με τον οποίο σκέφτομαι.
         Ο Αλέξης μάλλον ήταν ένα παιδί λίγο πολύ σαν εμάς. Δεν ήταν ούτε ταραξίας ούτε κάποιο αναρχικό στοιχείο. Σίγουρα όμως ήταν άτυχος. Έτυχε και βρέθηκε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή και αυτό το πλήρωσε με την ζωή του. Βρέθηκε λοιπόν σε έναν δρόμο όπου γίνονταν εμπλοκές με την αστυνομία. Και όπως φαίνεται αυτός ήταν και ο λόγος που έχασε τη ζωή του. Αυτό όμως τι σχέση έχει με το γεγονός ότι πυροβολήθηκε από έναν αστυνομικό; Έχει και εδώ ακριβώς είναι που χάνεται το χώρισμα μεταξύ άσπρου και μαύρου. Γιατί ο Αλέξης δεν ήταν ο μόνος άτυχος εκείνη την μέρα, άτυχοι ήταν επίσης και ο αστυνομικός και οι γονείς του και οι φίλοι του. Ας μην γελιόμαστε, ποιος άνθρωπος ξυπνάει το πρωί και λέει θα σκοτώσω ένα παιδί! Κανένας. Εκτός από όλες αυτές τις ιστορίες συνομωσίας που έχουν ειπωθεί και ακουστεί υπάρχει και μια άλλη εκδοχή αυτής της ιστορίας. Αυτός λοιπόν ο «κακός» αστυνομικός είχε πάει στην ιδιαιτέρα δύσκολη και επικίνδυνη δουλεία του, μέρος της οποίας συχνά είναι να αντιμετωπίζει ταραξίες σε ποριές κτλ. Εκείνη την ημέρα έκανε αυτό που ο ελληνικός λαός τον πλήρωνε να κάνει. Πάνω στον αναβρασμό της στιγμής αυτός ο άνθρωπος  μέσα στο πλήθος ατόμων που είχε να αντιμετωπίσει και να αναχαιτίσει είδε να πλησιάζει ακόμα ένα άτομο στο σημείο όπου γίνονταν οι φασαρίες. Πάνω στην αναταραχή πιθανό είναι να μην πρόσεξε καν τι ηλικίας ήταν το άτομο ή αν είχε εχθρικές διαθέσεις. Είτε αντανακλαστικά είτε για επιβολή εκφοβισμού ή ακόμα και για αυτοάμυνα έβγαλε το πιστόλι του και πυροβόλησε προκειμένου να τεθεί η κατάσταση υπό έλεγχο. Το κακό δεν άργησε να συμβεί.
Ένα παιδί έπεσε νεκρό. Κάποιοι έχασαν έναν φίλο. Μια οικογένεια έχασε ένα παιδί. Λογικό να θέλουν να τιμωρηθεί ο υπαίτιος για τον θάνατο του γιού τους. Και ποιος γονιός δεν θα ήθελε; Λογικό να θρηνήσουν,  να κλάψουν, να φωνάξουν, να καταδικάσουν. Λογική δεν ήταν η αντιμετώπιση των ΜΜΕ τα οποία βιάστηκαν να προβούν σε συμπεράσματα και να επηρεάσουν την γνώμη του κόσμου προβάλλοντας μισές αλήθειες. Αυτό φυσικά δεν το έκαναν γιατί τους πήρε ξαφνικά ο πόνος για την οικογένεια του Αλέξη και για την απόδοση της δικαιοσύνης. Το έκαναν για να εξυπηρετήσουν συμφέροντα άλλων. Ποσώς τους ενδιέφερε αν κατέστρεφαν τη ζωή ενός ανθρώπου, ο οποίος είχε ήδη τιμωρηθεί, καταδικασμένος να κουβαλάει για πάντα στη συνείδησή του τις χειρότερες τύψεις, αυτές που κυνηγούν οποιοδήποτε έχει αφαιρέσει τη ζωή ενός παιδιού.
          Σε τελικό απολογισμό πιστεύω ότι ο θάνατος ενός παιδιού σε όποια μορφή και να επέρχεται είναι τρομερός. Αλλά η ζωή δεν είναι άσπρο και μαύρο. Άνθρωποι, καλοί άνθρωποι, άνθρωποι που δεν έφταιξαν σε τίποτα απολύτως πεθαίνουν κάθε μέρα για την καλύτερη εξυπηρέτηση συμφερόντων. Κανένας όμως δεν κατεβαίνει στους δρόμους για αυτούς. Κατά την άποψή μου ο θάνατος του Αλέξη δεν εξυπηρετούσε κάποιο συμφέρον. Απλώς έγινε. Τον Αλέξη εκείνη την ημέρα θα μπορούσε να τον είχε χτυπήσει ένα αυτοκίνητο στην διασταύρωση πριν από το σημείο που γίνονταν οι φασαρίες. Εάν είχε συμβεί αυτό θα ήταν απλώς ένα ακόμα ατύχημα. Όμως δεν συνέβη αυτό . Στην θέση του αυτοκινήτου ήταν η σφαίρα και στη θέση του οδηγού ήταν ο αστυνομικός. Γιατί λοιπόν όλος αυτός ο σαματάς; Κάποτε ήξερα μια κοπέλα που την πάτησε ένα αυτοκίνητο και πέθανε. Απαίσιο; Ναι. Άδικο; Ναι. Δυστυχώς όμως η ζωή είναι γεμάτη από απαίσια και άδικα γεγονότα τα οποία περνάνε απαρατήρητα καθημερινά. Η απάντηση λοιπόν στο γιατί έγινε όλος αυτός ο σαματάς για τον χαμό  του Αλέξη Γρηγορόπουλου είναι πολύ απλή. Όλες αυτές οι ακραίες αντιδράσεις , οι βαρύγδουπες δηλώσεις ορισμένων, τα κροκοδείλια δάκρυα πολλών και γενικότερα η αποδοκιμασία και το μίσος της κοινής γνώμης προς το πρόσωπο του αστυνομικού δεν είναι τίποτα άλλο παρά το απεγνωσμένο ξέσπασμα θυμού της κοινωνίας σε όλη αυτήν την κατάσταση των μεγάλων αλλαγών στις οποίες υποβάλλεται η χώρα μας χωρίς τη συγκατάθεσή της.
       Οπότε ναι, ο άτυχος Αλέξης, η άτυχη οικογένειά του, οι άτυχοι φίλοι του. Αλλά επίσης ναι και ο άτυχος αστυνομικός. Δεν είμαι στη θέση ούτε να κρίνω ούτε να καταδικάσω. Οι έννοιες του δίκαιου και του άδικου είναι καθαρά υποκειμενικές. Εγώ απλός υπενθυμίζω πως ο κόσμος μας δεν είναι αγγελικά πλασμένος. Η βία υπήρχε, υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει. Σκοπός δεν είναι να την εξαλείψουμε, γιατί είναι αδύνατον. Σκοπός είναι να μπορούμε να διακρίνουμε σε ποιες περιπτώσεις υπάρχει βία γιατί κάποιος το επιδιώκει. Εκεί όπου υπάρχει επιδιωκόμενη βία  είναι εκεί όπου υπάρχουν τα συμφέροντα των λίγων και εκεί είναι που πραγματικά χρειάζεται η λαϊκή κατακραυγή.
Εβίνα Γαρυφάλλου

"ΟΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΧΟΥΝ ΚΑΜΠΥΛΕΣ"

Οι υπόλοιπες είναι απομιμήσεις; Μου προκαλεί έκπληξη πως κανείς δεν καταλαβαίνει την αηδία που θα'πρεπε να προκαλεί αυτό το ρητό. Αυτό καθορίζει την θηλυκότητα; Όποια κοπέλα στηρίζει πάνω σε αυτό το πόσο θηλυκή είναι, είναι το λιγότερο τραγική! Το τελευταίο διάστημα παρατηρώ την προσπάθεια του κόσμου να καταρρίψει το πρότυπο της αδύνατης γυναίκας που προβάλλουν τα ΜΜΕ και είμαι απόλυτα ευτυχής για αυτό. Τελικά όμως, μου δημιουργείται η εντύπωση πως οι άνθρωποι δεν ενοχλούνται με την ίδια την ύπαρξη του προτύπου αλλά με το περιεχόμενο του, πράγμα αρκετά άρρωστο. Το ζητούμενο πια δεν είναι να χάσουν τα πρότυπα την ισχύ τους, αλλά να ενσωματωθούν καινούργια.
            Πρόσφατα διάβαζα ένα άρθρο σε κάποια γνωστή ιστοσελίδα, το οποίο είχε σχέση με τις γυναίκες που προσπαθούν απεγνωσμένα να χάσουν κιλά ώστε να μιμηθούν την τάση που επικρατεί. Φυσικά, σαν γεγονός αυτό είναι κατακριτέο και οι κοπέλες θα'πρεπε να αντιστέκονται. Όμως, διάβασα σχόλια του τύπου "Γιατί να προσπαθεί κανείς να μιμηθεί τις κοκαλιάρες και τις ανορεξικές;", "Απαίσιες κοπέλες 45 κιλών" ή σχόλια των οποίων το περιεχόμενο ήταν ο τίτλος του άρθρου. Ως κοπέλα 45 κιλών, ένιωσα μια αμηχανία διαβάζοντας τα. Είναι φυσικό όταν οι άνθρωποι μάχονται για να καταπολεμήσουν ένα φαινόμενο να πηγαίνουν στο άλλο άκρο, και δυστυχώς όλο και περισσότεροι πέφτουν σε αυτή την παγίδα. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι εξίσου ρατσιστικά είναι τα σχόλια που επιτίθενται στις κοπέλες που υστερούν σε κιλά με αυτά που επιτίθενται στις πιο γεμάτες.
            Δεν ήταν λίγες οι φορές που γνωστοί μου με κοίταξαν με ένα ύφος έκπληκτο, και στη συνέχεια έκαναν σχόλια σε στυλ "Φάε κάτι!", "Δε σε ταΐζουν σπίτι σου;" ή "Τρως;!". Όχι, δεν τρώω. Εδώ και κάποιο διάστημα αποφάσισα πως αυτή η συνήθεια δε με εκφράζει πια. ΕΙΣΤΕ ΣΟΒΑΡΟΙ;! Το ανώμαλο της υπόθεσης είναι πως τέτοιου είδους συμπεριφορά θεωρείται κολακευτική στην σημερινή κοινωνία! Όμως, σας διαβεβαιώνω πως το ίδιο θα προσβληθεί η κοπέλα που θα ακούσει κάτι από τα παραπάνω με την κοπέλα που θα ακούσει "Το παρακάναμε λίγο με το φαγητό τελευταία, ε;"
            Για αυτό λοιπόν θα πρότεινα σε όλους εσάς που κάνετε τέτοια σχόλια να σταματήσετε να προσπαθείτε να λέτε στους άλλους τι να κάνουν με τα σώματα τους. Δεν σας αφορά ούτε στο ελάχιστο. Σταματήστε να ενοχλείστε με την κυριαρχία της αδύνατης και αρχίστε να ενοχλείστε με την ίδια την ύπαρξη της κυριαρχίας κάποιου σωματότυπου. Η ποικιλία και η διαφορετικότητα υπάρχει και πρέπει να υπάρχει. Ούτε εσύ, φίλη μου, με τα παραπάνω κιλά θα’πρεπε να προσπαθείς να τα ξεφορτωθείς, ούτε όμως εγώ να αποκτήσω "καμπύλες". Για να μη πω κιόλας ότι με αυτόν τον τρόπο ενισχύετε την αντιμετώπιση της γυναίκας ως σεξουαλικό αντικείμενο! Γιατί μέχρι τώρα νόμιζα πως στόχος είναι να το ανατρέψουμε, εκτός και αν δεν έχω ενημερωθεί επαρκώς τελευταία!       
            Πρόσφατα κάπου (δεν θυμάμαι που δυστυχώς) είχα διαβάσει "Αν εμποδίσεις κάποιον να αγαπάει τον εαυτό του, μπορείς να του πουλήσεις οτιδήποτε". Μην είστε ηλίθιοι!

Ελεάνα Αργυράκη 

«ΑΛΛΟΙ ΠΑΓΩΝΙΑ, ΑΛΛΟΙ ΣΤΡΟΥΘΟΚΑΜΗΛΟΙ»

Προφανώς δεν πρόκειται για ένα σύντομο ρεπορτάζ βασισμένο σε παραγωγή του ‘National Geographic’’ με στόχο την οικολογική σας αφύπνιση και την ευαισθητοποίηση σας σχετικά με την διάσωση του αρσενικού παγωνιού της Νότιας Ινδίας ή της ελαφροπούπουλης στρουθοκαμήλου του δρυμού της λίμνης Κόμο. Αναφέρομαι για την ακρίβεια σε ανθρώπινες σχέσεις. Άλλοι είναι «παγώνια», άλλοι «στρουθοκάμηλοι».
Παγώνια
Ο «άνθρωπος- παγώνι» χαρακτηρίζεται από τρεις λέξεις: δυναμισμό, τουπέ και σταριλίκι. Θα κάνει τα πάντα για να εντυπωσιάσει με την επιβλητική του εμφάνιση και να γίνει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Όντας επιφανειακός, ματαιόδοξος, ολίγον σνομπ και γεμάτος εγωισμό κι αυτοπεποίθηση, ποτέ δε θα μπει στη διαδικασία να διεκδικήσει, αλλά θα περιμένει, υπομονετικά με τα πλουμιστά φτερά του φουντωμένα, να τον διεκδικήσουν. Ωστόσο, τα παγώνια δε μένουν εντελώς άπραγα. Ο εγωισμός και η μερική έπαρση που τα διακρίνει, τα οδηγεί στο να παίρνουν πάντα κι άμεσα αυτό που θέλουν χωρίς να αναλώνονται σε χαζομελοδραματισμούς, δεύτερες σκέψεις, διλήμματα, εσωτερικές συγκρούσεις. Δεν φοβούνται να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και να αναλάβουν την ευθύνη της έκθεσης του εαυτού τους, αλλά πολλές φορές, γίνονται εγωκεντρικά και επιπόλαια. Τα παγώνια γενικά θυμίζουν τα ρούχα στις βιτρίνες. Τα βλέπεις πάνω στις κούκλες λες «Α! Τι ωραίο! Θα μιλάει πάνω μου!», τα δοκιμάζεις και δεν ξέρεις μετά πού να κρυφτείς όταν δεις πως εφαρμόζει πάνω σου το ύφασμα. Όμως, εσύ μη διστάσεις! Ρίσκαρε να μπεις στο δοκιμαστήριο!
Στρουθοκάμηλοι
Μάλιστα. Η αγαπημένη μου κατηγορία (για αυτό θα είναι και λίγο πιο μεγάλη). Για να είμαι ειλικρινής, στην αρχή ήθελα να αναφερθώ μόνο σε αυτήν, τόσο για προσωπικούς λόγους, όσο και για να το καταγγείλω ως μια κοινωνική μάστιγα! Οι στρουθοκάμηλοι είναι άνθρωποι που βασανίζουν και βασανίζονται, αγαπητοί μου.
Βασανίζουν, διότι αν σου τύχει να νιώσεις κάτι για έναν στρουθοκάμηλο, θα καταλάβεις τι σημαίνει να φτάνεις σε σημείο να αμφισβητείς την ύπαρξη σου, λόγω της αδιαφορίας που συνεχώς θα εισπράττεις. Τις περισσότερες φορές, βέβαια, δεν φταίνε αυτοί για αυτό. Η εσωστρέφεια, η ανασφάλεια και η αδυναμία ‘’των στρουθοκαμήλων’’ να διαχειριστούν και να εκδηλώσουν τα συναισθήματα τους, τους οδηγούν στο να γίνονται ψυχροί, φοβικοί και δειλοί. Όπως θες πες το. Λέξεις όπως ‘’πρωτοβουλία’’, ‘’παρόρμηση’’, ‘’ρίσκο’’ τους είναι άγνωστες. Όταν συνειδητοποιούν, λοιπόν, αυτά τα χαρακτηριστικά τους, βασανίζονται. Άλλοι, τότε, προσπαθούν να βελτιωθούν κι άλλοι συμβιβάζονται με αυτά, λέγοντας το γνωστό-τσιτάτο «Δεν το κάνω επίτηδες- έτσι είναι ο χαρακτήρας μου». Όμως, αυτό δε σημαίνει ότι είναι «άψυχοι», κοινώς αναίσθητοι κι απαθείς. Πολλές φορές, βιώνουν τα συναισθήματά τους με πολύ μεγαλύτερη ένταση και βάθος από ότι οι υπόλοιποι και έχουν την ικανότητα  (ναι την έχουν!)  να ξεπερνούν τον εαυτό τους, όταν θέλουν.  Προσέξτε, όμως, γιατί είναι πανούργοι! Θα ισχυριστούν ότι κάνουν και δείχνουν πράγματα στο βαθμό που «μπορούν». Διευκρίνιση: το «όσο μπορώ» ταυτίζεται με το «όσο θέλω». Άρα, αυτά που μπορούν είναι αυτά που θέλουν
Όσο πολύ κι αν τους ταιριάζει η φράση «Ο συναισθηματικός μου χώρος είναι τόσο κενός που όταν μιλάς κάνει αντίλαλο», δεν πρέπει να απογοητεύεσαι. Αν καταφέρεις να «ταρακουνήσεις τον ορθολογισμό» των στρουθοκαμήλων, τότε κι αυτοί με τη σειρά τους θα βγάλουν το μακρύ κεφάλι τους από το χώμα, θα αντιμετωπίσουν τα συναισθήματά τους και στη συνέχεια εσένα.
 Πρέπει, τέλος, να ξεκαθαρίσω το εξής: Είναι προφανές πως δε μπορούμε να κατηγοριοποιήσουμε τους ανθρώπους. Όλοι μας είμαστε λίγο «παγώνια», λίγο «στρουθοκάμηλοι» και διάφορα άλλα «είδη ζώων» με βάση κάθε φορά την αντίδραση και την ψυχολογική μας κατάσταση. Ο σκοπός, ωστόσο, αυτού του άρθρου ήταν άλλος… Να συνειδητοποιήσουν και οι δύο «κατηγορίες» ότι οι υπόλοιποι γύρω τους, αν το θέλουν και προσπαθήσουν, είναι σε θέση να καταλάβουν τι συμβαίνει με το «είδος» τους. Αν συνειρμικά συνδέσατε κάποιους ‘’γνωστούς’’ σας ή ακόμα και εσάς με χαρακτηριστικά των δύο παραπάνω κατηγοριών, τότε το μόνο που μένει να πω είναι «Καλή τύχη!»…
                                                                                    Ραϋμονδίτσα

"ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟ" ΝΕΟ ΑΙΜΑ

Είναι γεγονός πως τα τελευταία χρόνια οι άνθρωποι είναι όλο και περισσότερο ανοιχτόμυαλοι, πολιτικοποιημένοι, δέχονται το διαφορετικό έως και το επιδιώκουν, ενημερώνονται συνεχώς και ενημερώνουν και τους άλλους για τις εξελίξεις στα πολιτικά δρώμενα. Αυτό είναι εκ πρώτης όψεως πολύ θετικό αλλά πολύ φοβάμαι πως ένα μεγάλο κομμάτι αυτών που δείχνουν αυτή την εικόνα προς τα έξω το κάνει κυρίως επειδή είναι μια πως να το πω.. τάση;
Γιατί βέβαια εύκολο είναι να το παίζει κανείς αντισυμβατικός εκ του ασφαλούς. "Πάω σε ιδιωτικό αλλά το σνομπάρω ταυτόχρονα γιατί βέβαια με αναγκάζουν να έρθω και εγώ δεν έχω άλλη επιλογή." Είναι η μεγαλύτερη ειρωνεία! "Ανεβάζω συνέχεια στο facebook άρθρα περί της νομιμοποίησης του γάμου μεταξύ των γκέι ζευγαριών αλλά έτσι και τους δω στο δρόμο ξινίζω τα μούτρα μου".  "Δηλώνω αριστερός και κάνω ιδιαίτερα με τους πιο ακριβοπληρωμένους καθηγητές." Ε όχι ρε παιδιά γελάνε και οι πέτρες μαζί σας. Το "καλύτερο" είναι βέβαια οι "πλήρως διαμορφωμένες" πολιτικές απόψεις τις οποίες εκφράζουν με κάθε ευκαιρία σε όλα τα κοινωνικά δίκτυα και υπερασπίζονται με πάθος χωρίς πολλές φορές να καταλαβαίνουν και οι ίδιοι περί τίνος πρόκειται. Είναι βέβαιο ότι ένα άτομο της ηλικίας μας δεν μπορεί να γνωρίζει "τα πάντα" - προφανώς- , για αυτό ηρεμία, δεν πρόκειται να κατηγορηθείτε από κανέναν ότι δεν έχετε άποψη.  
Κάπου διάβασα ότι η αμάθεια είναι χίλιες φορές καλύτερη από την ημιμάθεια και δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσο συμφωνώ. Πολύ προτιμότερο είναι να ασχολείται κανείς με τη σόουμπιζ και να το παραδέχεται παρά να το παίζει πολιτικοποιημένος και σοβαρός μη ξέροντας που παν τα τέσσερα. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων : Δεν υπονοώ ότι πρέπει να ασχολούμαστε με ανούσια πράγματα και να αδιαφορούμε για το τι συμβαίνει στον κόσμο, ιδιαίτερα στην εποχή μας και στην ηλικία μας, που σε λίγο καιρό τα άτομα της χρονιάς μου θα ψηφίζουν κιόλας. Όμως, η βάση πληροφοριών που χρειάζεται κανείς για να διαμορφώσει τη δικιά του προσωπική άποψη και να μην μεταφέρει απλά τις απόψεις κάποιων άλλων τώρα διαμορφώνεται, για αυτό θα ήταν προτιμότερο να είναι κανείς πιο επιφυλακτικός με την έκφραση απόλυτων απόψεων και να μη βιάζεται να βγάλει συμπεράσματα τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους άλλους. 

Κωνσταντίνα Τεμηρίδου


ΧΗΜΕΙΑ

Όχι, όχι, μην μπερδεύεστε, είμαι νομίζω ο πιο ακατάλληλος άνθρωπος για να σας μιλήσω για πρωτόνια, νετρόνια και χημικές ενώσεις. Γι' αυτό και δεν θα το κάνω! Θα σας μιλήσω για την χημεία μεταξύ δυο ατόμων, ξέρετε αγόρι - κορίτσι, αγόρι-αγόρι, κορίτσι-κορίτσι...(αμηχανία).Τέλος πάντων, νομίζω καταλάβατε τι θέλω να πω. Το θέμα είναι, υπάρχει; Εννοώ, μπορεί όντως με μερικά άτομα να μην ταιριάζεις μόνο ιδεολογικά αλλά και χημικά, ή είναι μια ακόμα φτηνή δικαιολογία για να νιώθουμε "καλά" με τον εαυτό μας που δεν πέτυχε μια (ακόμα;) σχέση; Θα σας πω.
 Η αλήθεια είναι ότι δεν το έψαξα και πολύ το θέμα, αλλά διάβασα κάπου ένα άρθρο που λέει ότι ορισμένες ορμόνες-ουσίες (ή κάτι τέτοια, είμαι θεωρητική, η διαφορά για μένα είναι ελάχιστη) που παράγει ο ανθρώπινος οργανισμός, μερικά άτομα υποσυνείδητα τις εκλαμβάνουν ενώ άλλα όχι. Κάτι σαν την έλξη. Αυτό που κοιτάς κάποιον και φαντάζεσαι τον γάμο σας, τι θα φοράς στα βαφτίσια του πρώτου σας παιδιού, πώς θα είστε όταν γεράσετε...(οκ. Είμαι τρελή). Αλλά μετά από δέκα μέρες σου έχει περάσει!(;) Ναι, το κάνουμε όλοι. Το θέμα είναι, όντως ευθυνόμαστε εμείς ή είναι κάτι που δεν μπορούμε να ελέγξουμε; Δηλαδή, ωραίες οι ώρες που μιλάμε στο facebook αλλά αυτό το κλικ; ΤΟ κλικ παιδιά! Η μεγαλύτερη μπαρούφα που έχω ακούσει. Δεν μου έκανε, λέει, το κλικ. Κοίτα, εκτός αν είσαι υπολογιστής, το κλικ δεν θα στο κάνει ποτέ κανείς. Παραδέξου το, θέλεις τον φίλο του, φταίει η κοιλίτσα του\της, είσαι ακόμα ερωτευμένη\ος με τον πρώην σου, δίνεις πανελλήνιες, γράφεις αρχαία κατεύθυνσης...Αυτό ναι, να το δεχτώ. Το κλικ όμως ποτέ. Γενικά, για να μην πλατιάζω (επαναλαμβάνω, θεωρητική) είτε κλικ λέγεται είτε χημεία, καλό θα ήταν να τα αφήσουμε στην άκρη και να σκεφτούμε σοβαρά και ώριμα. Τον θέλω, με θέλει, το λέω, το λέει και τέλειωσε. Καλώς ή κακώς. Χωρίς προφάσεις, χωρίς ψέματα. Η Καθαρή αλήθεια. Σκληρό, ναι, αλλά πόσο πιο ειλικρινές;
Κι όμως, προτιμάς το ψέμα(και εγώ μαζί σου) γιατί σε κάνει να φαίνεσαι καλύτερος. Καλύπτει τα σφάλματα σου και σου δίνει την εντύπωση ότι είσαι αλάνθαστος και ότι μπορείς να τα επαναλάβεις, πιστεύοντας ότι δεν φταις εσύ. Βλέπε θρησκεία. Όπα, λάθος, θα χρειαστεί πολύ παραπάνω από είκοσι σειρές για να αναλύσουμε αυτό το θέμα, στο επόμενο τεύχος λοιπόν! Έφτασα στο τέλος νομίζω. Το μόνο που θέλω είναι να σκεφτείς, όχι τώρα, την στιγμή που θα επικαλεστείς την χημεία. Το πιστεύεις αλήθεια; Ή ζεις και εσύ το ψέμα;

Ευαγγελία Ζαμπέτη


Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

(Αιμο)δοῦναι και λαβεῖν

Πριν αναφερθώ σε οτιδήποτε σε αυτό το κείμενο, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω τον χαρακτήρα του: το παρόν κείμενο δεν έχει πολιτικό χαρακτήρα. Δεν έχει αριστερό, δεξιό, αναρχικό ούτε ακροδεξιό χαρακτήρα. Το παρόν κείμενο έχει έναν χαρακτήρα ο οποίος φαίνεται να έχει ξεχαστεί πίσω από την υπερανάλυση των μέσων μαζικής ενημέρωσης και την απίστευτη οργή του ελληνικού λαού. Έναν χαρακτήρα ανθρώπινο. Γιατί στις μέρες μας, φαίνεται πως οι ταμπέλες που βάζουμε μπροστά από τις –και καλά- παγιωμένες απόψεις μας τις επηρεάζουν βαθύτατα. Γι’αυτό, αντί να χαρακτηρίζουμε τα πάντα γύρω μας με βάση πολιτικές ορολογίες που δεν ξέρουμε καλά καλά τι σημαίνουν, καλύτερο είναι να τις χαρακτηρίζουμε με βάση το επίκτητο αίσθημα της ξεχασμένης ανθρωπιάς μας.
Οποιοσδήποτε άνθρωπος που έχει ανοίξει την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, τον υπολογιστή του, ένα περιοδικό ή έχει βγει από το σπίτι του, έχει σίγουρα ενημερωθεί για τα γιγνόμενα. Συνελήφθησαν τα ηγετικά -κατά κύριο λόγο- στελέχη του πολιτικού κόμματος της Χρυσής Αυγής. Ο χαρακτηρισμός αυτός, δηλαδή «πολιτικό κόμμα», χαρακτηρίστηκε ως μανδύας. Ένας μανδύας ο οποίος κάλυπτε την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής, και της επέτρεπε να δρα ελεύθερα, καταχραζόμενος την ελευθερία ‘ιδεολογιών’ που έχει κάθε πολιτικό κόμμα. Η λέξη «ιδεολογιών» βρίσκεται εντός εισαγωγικών, για τον απλούστατο λόγο ότι όταν κάποια μέλη της κοινωνίας σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο για κάποια θέματα, ή ακόμα ξεχνούν ότι υπάρχουν εναλλακτικές απόψεις στο κατεστημένο, τότε πρόκειται για ηγεμονία, σύμφωνα με τον Αντόνιο Γκράμσι. Ορισμένες φορές χρησιμοποιούμε ορολογίες που δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς σημαίνουν και αυτό οδηγεί σε παρεξηγήσεις. Από την άλλη, μπορεί να είναι εντελώς ανόητο να καθόμαστε και να ασχολούμαστε με εννοιολογικές διαφορές τη στιγμή που η χώρα πραγματικά καίγεται. Ίσως είναι η ώρα να σκεφτούμε μήπως αυτές οι εννοιολογικές διαφορές, αυτές οι έντονες ανακρίβειες στον λόγο μας και αυτή η συνεχής ημιμάθεια έχουν συμβάλει στον αναβρασμό αυτής της κοινωνίας. Και αναφέρομαι σ’αυτό διότι όταν χτίζουμε τον συλλογισμό μας πάνω σε ένα άκρως σαθρό και ανακριβές θεμέλιο, είναι λογικό κάποια στιγμή να καταρρεύσει. Και όταν αυτό καταρρεύσει, θα προκαλέσει την οργή, γιατί θα αποκαλυφθεί ακριβώς αυτή η ανακρίβειά του.
Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε σε τι ακριβώς πιστεύουμε. Είναι σημαντικό να ερευνήσουμε τη σταθερότητα της βάσης πάνω στην οποία θα χτίσουμε την «ιδεολογία» μας. Γιατί αν η ιδεολογία μας δεν είναι καν ιδεολογία, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μία τεράστια ηθική αντίθεση. Μια ηθική αντίθεση που «τεστάρει» την ηθική μας, την απογυμνώνει και ενδεχομένως την καθιστά ανήθικη. Η έμμεση αναφορά μου στα γιγνόμενα, η οποία είναι μάλλον σχετικά προφανής γίνεται μονάχα για τη χρήση του παραδείγματος, και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση στοχοποίηση. Το μόνο δίλημμα που ήθελα να θέσω είναι πως, για ποιο λόγο να κατηγορήσει κάποιος εμένα για εννοιολογική εμμονή, ενώ η εμμονή είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της ιδεολογίας στην οποία αναφέρομαι; Όπως βλέπετε, ακόμα και αν υποτίθεται πως μιλάω ανοιχτά, δεν έχω αναφερθεί ακόμα στο όνομα αυτής της ιδεολογίας. Όμως, τα άτομα που υποστηρίζουν τη συγκεκριμένη ιδεολογία, ενώ φαίνεται να παίζουν με ανοιχτά τα χαρτιά τους, στην ουσία μιλάνε πολύ αόριστα για να μην αποκαλυφθεί η σαθρότητα της ύπαρξής τους. Είναι πολύ ειρωνικό, λοιπόν, να μιλάμε για εννοιολογική εμμονή, τη στιγμή που αυτή η εμμονή είναι ένας αντιπερισπασμός. Ο λόγος που κρυβόμαστε/κρύβονται/κρύβεται/κρύβεστε (το πρόσωπο είναι μεταβλητό) είναι επειδή αυτός ο αντιπερισπασμός είναι το μόνο τους/του/μας/σας όπλο. Το ξεκάθαρο είναι απλό. Το πολυσύνθετο συνήθως κάτι κρύβει. Κρύβει την αστάθεια της ίδιας του της ύπαρξης πίσω από πομπώδεις λόγους, πίσω από λεπτές υποτιθέμενες εννοιολογικές και πρακτικές διαφορές. Ενδεχομένως, ο κόσμος βαρέθηκε επιτέλους αυτή την κατάμουτρη ειρωνεία και αποφάσισε να ξεγυμνώσει το ψέμα για να βγει στο φανερό η αλήθεια.
Μίλησα λοιπόν για την εμμονή της Χρυσής Αυγής να μην χαρακτηρίζεται ως ναζιστικό ή φασιστικό κόμμα λόγω υποτιθέμενων λεπτών διαφορών. Μίλησα για την υποκρισία της για την εξήγηση που δίνουν για το λάβαρό τους, το οποίο δεν είναι η σβάστιγκα, αλλά ο αρχαιοελληνικός μαίανδρος. Η ανθρώπινη λογική σιχαίνεται την υποκρισία, ειδικά όταν αυτή είναι τόσο φανερή και τόσο προκλητική. Ένας ακόμα λόγος που πολλοί άνθρωποι αντιτίθενται στις απόψεις της Χρυσής Αυγής είναι ακριβώς αυτή η γιγαντιαία υποκρισία, πάνω στην οποία έχουν χτίσει το δικαίωμά τους να μπουν στην Ελληνική βουλή. Ακόμα και ένα φασιστικό κόμμα, σε μια ιδεατή δημοκρατία (την οποία προφανώς δεν έχουμε) θα είχε θέση στη βουλή, μόνο όμως στην περίπτωση που αναλάμβανε πλήρη ευθύνη των πράξεών του και ήταν έτοιμο να πληρώσει και τα σπασμένα. Ενδεχομένως, και η δημοκρατία που επικρατεί στη χώρα μας δεν είναι τόσο δημοκρατική. Όποια κι αν είναι η θέση μας στον πολιτικό τομέα, θεωρητικά πρέπει να σεβαστούμε όλες τις πιθανές απόψεις, όσο ακραίες κι αν είναι. Όμως δεν είμαστε έτοιμοι σε καμία περίπτωση για μια τέτοια ιδεατή δημοκρατία, γιατί όσο και να μας ξενίζει, αυτός ο μισητός «φασισμός» που έχει γίνει καραμέλα στα στόματά μας, δυστυχώς είναι ριζωμένος στην ελληνική κοινωνία με διάφορες μορφές.
Όσο και να μας εκνευρίζει, το γεγονός ότι άκριτα απορρίπτουμε τον φασισμό μας κάνει φασίστες, σύμφωνα πάντα με την αρχή της ιδεατής, ανοιχτής σε όλα δημοκρατίας. Το μεγαλύτερο όμως λάθος είναι ότι κρίνουμε με βάση ένα ιδεατό πολίτευμα. Το πολίτευμα είναι η αντανάκλαση του λαού του οποίου το υιοθέτησε. Ως άνθρωποι δεν είμαστε ιδανικοί, δεν είμαστε τέλεια όντα. Το τέλειο δεν υπάρχει πουθενά γύρω μας, γιατί όλα, όσο αψεγάδιαστα κι αν φαίνονται, με λίγο ταρακούνημα θα φανερωθεί η κακή πλευρά τους. Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του άνθρωπος· δεν είναι σε καμία περίπτωση αψεγάδιαστος. Και το να πιστεύουμε ότι ένα ιδεατό πολίτευμα μας ταιριάζει συνιστά μια εγκληματική υποκρισία από μέρους μας. Κρίνουμε με λάθους όρους. Μια ιδεατή δημοκρατία δε μας ταιριάζει γιατί έχουμε καχύποπτη φύση, όσο κι αν δε θέλουμε να το παραδεχτούμε. Απορρίπτουμε πολλά, σύμφωνα πάντα με το ένστικτό μας, με την ιστορία και με το αίσθημα δικαίου που μας διακατέχει όλους ανεξαιρέτως. Όταν απορρίπτουμε λοιπόν τον φασισμό, αυτό μας κάνει αυτόματα φασίστες; Σε έναν ιδεατό κόσμο, ναι. Στον δικό μας κόσμο όμως όχι. Στον δικό μας κόσμο, τον σύγχρονο, τον ελεύθερο, τον κόσμο γεμάτο δικαιώματα, το να απορρίψουμε τον φασισμό δε μας κάνει φασίστες. Μας κάνει ανθρώπους.
Δεν έχω στόχο να κρίνω τη σύλληψη των στελεχών της Χρυσής Αυγής. Δεν μπορώ να πω αν είναι σωστό ή λάθος. Αυτό που ήθελα όμως να θίξω εξ αρχής ήταν η υπόθεση της Χρυσής Αυγής με τα συσσίτια, και πολύ περισσότερο με την αιμοδοσία. Η Χρυσή Αυγή οργάνωσε συσσίτια, στα οποία όμως υπήρχε μία προϋπόθεση: για να φάει κάποιος, έπρεπε να είναι Έλληνας. Και να φαίνεται στην ταυτότητα παρακαλώ. Αν ο άνθρωπος αυτός είχε γεννηθεί στα 20 μέτρα από τα ελληνικά σύνορα, μέσα στην Αλβανία, αυτό αυτομάτως του αναιρούσε το δικαίωμα να φάει. Και αν αυτός ο άνθρωπος πέθαινε από την πείνα, δεν είχε καμία σημασία.  Και γιατί; Γιατί σύμφωνα με αυτή την ιδεολογία, οι Έλληνες έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα στην επιβίωση σ’αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Η Χρυσή Αυγή επίσης οργάνωσε αιμοδοσία. Οι φιάλες αίματος που θα συγκεντρώνονταν θα δίνονταν αποκλειστικά και μόνο σε Έλληνες. Αν κάποιος αλλοδαπός πέθαινε από αιμορραγία απαγορευόταν να πάρει αυτό το αίμα. Επειδή δε γεννήθηκε στον ελληνικό τόπο.
Για τα παιδιά της θετικής και της τεχνολογικής, κάθε δράση έχει και μία αντίδραση. Για τα παιδιά της θεωρητικής υπάρχει το δοῦναι και το λαβεῖν. Όταν ένας άνθρωπος έχει μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, μαζεύει και τις ανάλογες αντιδράσεις. Μπορεί να μην είμαστε τέλειοι. Είμαστε όμως άνθρωποι στην τελική, και το σημαντικότερο στοιχείο που μας χαρακτηρίζει είναι η ανθρωπιά μας, το να βοηθήσουμε τον συνάνθρωπό μας που χαροπαλεύει. Όταν κρίνουμε με δεδομένα διαφορετικά, θα κριθούμε με τα ίδια δεδομένα. Είναι χαραγμένο στην ψυχή μας να βοηθάμε, να δίνουμε, να προσπαθούμε για το κοινό καλό. Μπορείς προφανώς να κρίνεις με βάση χρώμα, ράτσα, εθνικότητα και σεξουαλική προτίμηση. Κανείς δε σου το απαγορεύει. Όταν όμως κρίνεις με έναν τρόπο, θα κριθείς με τον αντίστοιχο. Γιατί μια τέτοια συμπεριφορά βγαίνει από τα όρια της ανθρωπιάς, και μπαίνει στο πεδίο της επικράτησης έναντι των υπολοίπων. Πάντα ξεχνάμε ότι η ομπρέλα που μας καλύπτει όλους πάνω γράφει «άνθρωποι». Πολλοί βγαίνουμε από κάτω και συμπεριφερόμαστε σαν κτήνη, γιατί πολύ απλά χάσαμε κάθε είδος ανθρωπιάς. Όταν όμως δε συμπεριφέρεσαι σαν άνθρωπος, δε θα κριθείς σαν άνθρωπος. Όταν έκαναν τη συγκεκριμένη αιμοδοσία, έδρασαν ανιδιοτελώς απέναντι μονάχα στους Έλληνες. Να με συγχωρείτε, αλλά εμένα αυτό δε μου φτάνει. Ρωτάω εσένα, τον οπαδό αυτής της άποψης. Αν ήταν η μητέρα σου στο νοσοκομείο και χρειαζόταν μία μπουκάλα αίμα 0 ρέζους αρνητικό και υπήρχε μόνο μία. Μόνο μία, και η μητέρα σου, αν δε της τη χορηγούσαν θα πέθαινε. Θα σκεφτόσουν τότε από πού ήρθε αυτή η μπουκάλα; Από έλληνα, αιγύπτιο, ρώσο, αλβανό η μεξικανό; Η θα σου αρκούσε ότι σου’ρθε από έναν άνθρωπο;


Του Βασίλη Σερβετά

ΠΑΙΔΙΑ ΕΝΟΣ ΚΑΤΩΤΕΡΟΥ ΘΕΟΥ

Ο Πολ Βαλερί (1871 - 1945) είχε πει: «Ο φασισμός αρχίζει με τη σκέψη ότι όλοι οι άλλοι είναι ανόητοι.» και την άποψη αυτή δεν την ακολουθεί αμέσως η οργάνωση γενοκτονιών. Η μετάβαση, η πτώση, η αλλοτρίωση γίνονται σταδιακά και συνήθως ξεκινούν με την πεποίθηση ότι υπερέχεις. Το να θεωρείς ότι είσαι ο καλύτερος δεν είναι, ας μου επιτραπεί η έκφραση, μαγκιά. Μαγκιά είναι να κάτσεις και να ακούσεις τον άλλον, όποιος και αν είναι, από όπου και αν είναι, και αν έχει δίκιο να είσαι σε θέση αφενός να το δεχτείς και αφετέρου να το παραδεχτείς, αν πάλι έχει άδικο, οφείλεις να του το εξηγήσεις και να τον βοηθήσεις να το καταλάβει. Το να θεωρείς ότι είσαι ο καλύτερος σου στερεί τη δυνατότητα της βελτίωσης και της εξέλιξης, αφού έχεις πείσει τον εαυτό σου ότι δεν υπάρχει τίποτα που να σε ξεπερνάει.
Το να μην ακούς τον άλλο, το να του απαντάς περιφρονητικά, το να χτυπάς κυριολεκτικά και μεταφορικά τον αδύναμο, το να ασκείς την εξουσία, που σου προσδίδει μία θέση, άδικα και λανθασμένα, το να είσαι αγενής είναι όλα μορφές φασισμού. Όλα δείχνουν έλλειψη σεβασμού και ανεκτικότητας προς το διαφορετικό. Όλοι είμαστε για κάποιους οι Άλλοι, οι διαφορετικοί, οι κατώτεροι και όλοι μας έχουμε νιώσει έτσι, ακόμα και αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε. Γιατί, λοιπόν, να διαιωνίζουμε το πρόβλημα; Μήπως επειδή είμαστε ανίκανοι για κάτι καλύτερο; Όχι! Αρνούμαι να δεχτώ ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξεπεράσει τέτοιου είδους πάθη και τέτοιες μικρότητες. Και την επόμενη φορά που θα βρεθούμε σε θέση ισχύος να αναλογιστούμε: έστω ότι είμαι καλύτερος, γιατί να πέσω στο επίπεδο του να μειώσω λεκτικά ή πρακτικά τον άλλον, ενώ μπορώ να τον βοηθήσω; Αν δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, προφανώς δεν είσαι καλύτερος από κανέναν. 
Υπάρχουν κάποια πράγματα που ο κάθε άνθρωπος πρέπει να κάνει για την αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου. Αρχικά, αποτελεί χρέος του να αναλογιστεί κατά πόσο ο ίδιος φέρεται σύμφωνα με τις αρχές της δημοκρατίας στην καθημερινή του ζωή κάνοντας μία εσωτερική αναζήτηση. Αν εντοπίσει προβληματικές συμπεριφορές οφείλει να τις διορθώσει είτε μόνος του, είτε ζητώντας εξωτερική βοήθεια από το κοινωνικό του περιβάλλον. Και στη συνέχεια οφείλει να προστατέψει τα θύματα φασιστικών συμπεριφορών αποτρέποντας τους θύτες. Η προστασία αυτή πρέπει να γίνεται και απέναντι σε άτομα διαφορετικών απόψεων και αντιλήψεων. Η ελευθερία του λόγου και της έκφρασης αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα στον καθένα και όλοι μας έχουμε χρέος να το προστατεύομε ως σύνολο και όχι το μέρος του που μας αφορά, γιατί όπως είπε και ο Βολταίρος (1694 – 1778) : «Διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες.»
Είναι εύκολο να αποφαινόμαστε ότι δεν πρέπει να ξαναπάρει φασιστικό κόμμα την εξουσία σε καμία χώρα αναλογιζόμενοι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις βαρύτατες συνέπειες του, αλλά έχουμε καταφέρει να αναγνωρίζουμε και να καταδικάζουμε κάθε πράξη στην οποία υποβόσκει το φασιστικό στοιχείο; Νομίζω πως δεν το έχουμε κατορθώσει ακόμα, αποτελεί ένα στοίχημα, μία πρόκληση για το σύγχρονο άνθρωπο. Μπορούμε να το επιτύχουμε με προσπάθεια, επιμονή και πίστη στο ότι η δημοκρατία εφαρμοσμένη σε κάθε πτυχή της ζωής είναι το πολίτευμα που ταιριάζει σε ελεύθερους πολίτες. Όπως κανείς δεν μπορεί να μας αφαιρέσει το δικαίωμα της ελευθερίας, έτσι και κανείς δεν αξίζει να χάνει αυτό το αγαθό, γιατί όλοι είμαστε ισότιμοι. Δεν υπάρχουν ούτε πολίτες δεύτερης κατηγορίας, ούτε παιδιά ενός κατώτερου Θεού.



Χριστίνα Πασβάντη – Γκιόκα 

ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΙΣΩ

Δεν έχουν περάσει παραπάνω από δύο χρόνια, από την ημέρα εκείνη του Ιουνίου, που ο εκπρόσωπος τύπου ενός κόμματος με δεκαεννέα έδρες στην Βουλή (Χρυσή Αυγή αν έχετε ακουστά), συγκλόνισε το πανελλήνιο και «τίναξε» τα μηχανάκια της AGB, κάνοντας ρεκόρ τηλεθέασης – και εσόδων βεβαίως- στο κανάλι του ΑΝΤ1, με τις κωμικοτραγικές του πράξεις. Η φράση που εξόργισε τον Ηλία Κασιδιάρη, ώστε να χειροδικήσει εναντίον της ιδεολογικού του αντιπάλου, Λιάνας Κανέλλη, ήταν ο ισχυρισμός της Νένας Δούρου, ότι το κόμμα της Χρυσής Αυγής θα γυρίσει την Ελλάδα πεντακόσια χρόνια πίσω. Αρκετά άστοχη η τοποθέτηση της βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ. Για την ακρίβεια, έπεσε έξω για ένα μηδενικό.
   Ας μεταφερθούμε λοιπόν, πενήντα χρόνια πίσω, σε μια μετεμφυλιακή εποχή, που οι πληγές του Εμφυλίου Πολέμου δεν έχουν επουλωθεί και στην οποία η Ελλάδα προσπαθεί να ορθοποδήσει μετά από χρόνια πολεμικών συγκρούσεων. Το βράδυ, της 22ας Μαΐου του 1963, η «
Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη», οργανώνει εκδήλωση στην Θεσσαλονίκη με κεντρικό ομιλητή, τον Γρηγόρη Λαμπράκη, βουλευτή της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς, κόμμα που δέχεται συχνά διακρίσεις εις βάρος του. Με το πέρας της εκδήλωσης, καθώς ο βουλευτής της ΕΔΑ αποχωρεί από τον συνεδριακό χώρο, στην συμβολή των οδών Ερμού και Βενιζέλου (όπου σήμερα υπάρχει μνημείο προς τιμήν του) δέχεται δολοφονική επίθεση από παρακρατικούς. Ο θάνατός του -μετά από σχεδόν μια βδομάδα στο νοσοκομείο- φέρνει αναστάτωση στην πολιτική τάξη της Ελλάδας, όπου με «αλυσιδωτές αντιδράσεις» οδηγεί ύστερα από τέσσερα χρόνια πολιτικής αστάθειας, στην επιβολή της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών.
   Μισό αιώνα μετά το τραγικό συμβάν που αποτέλεσε πλήγμα στο δημοκρατικό (όσο μπορούσε) πολίτευμα της εποχής, η ιστορία επαναλαμβάνεται. Αυτή τη φορά θύμα πολιτικού εγκλήματος δεν είναι φιλειρηνιστής βουλευτής. Θύματα είναι ένας Πακιστανός βιοπαλαιστής και ένας «αριστερός» τραγουδιστής. Τον πρώτο (Σαχτζάτ Λουκμάν), ίσως να τον ξεχάσατε, όπως θα γίνει –αν δεν έχει ήδη γίνει- και με τον δεύτερο. Οι ομοιότητες πολλές καθώς το κλίμα και των δύο εποχών χαρακτηρίζεται από την έντονη πολιτική αστάθεια, οι φόνοι ήταν προσχεδιασμένοι, η αφορμή ανύπαρκτη, το κίνητρο η ιδεολογία, οι αρχές του τόπου άπραγες και τα θύματα αβοήθητα, και φυσικά στο παρασκήνιο  το «τέρας» που περιέγραψε πριν χρόνια ο Μάνος Χατζηδάκης. «
Αυτά τα χέρια μπορεί να χαιρετάνε έτσι, αλλά είναι καθαρά χέρια
» καυχιόταν ο κύριος Μιχαλολιάκος χαιρετώντας ναζιστικά την νεολαία του κόμματός του. Τα χέρια αυτά λερώθηκαν με αίμα, και δεν φαίνεται να έχουν σκοπό να τα πλύνουν.
   Θα διαβάσετε και θα ακούσετε τις ίδιες απόψεις πολλές φορές, ίσως και στις επόμενες σελίδες του τεύχους, διατυπωμένες διαφορετικά, χωρίς παραλληλισμούς και παρενθέσεις με περιγραφές ιστορικών γεγονότων. Ωστόσο δεν μάθαμε από τα λάθη μας, και αντιμετωπίζουμε την επικαιρότητα σαν να μην μας νοιάζει. Εμείς δεν είμαστε αλλοδαποί ή αλλόθρησκοι, δεν προκαλούμε,  δεν είμαστε κομμουνιστές, δεν θα μας ενοχλήσει κανείς, γιατί να μας ενοχλήσει; «Στην αρχή, ήρθανε για τους κομμουνιστές. Δεν μίλησα, γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής. Μετά ήρθαν για τους Εβραίους. Πάλι δεν μίλησα, γιατί δεν ήμουν Εβραίος. Μετά ήρθαν για τους εργάτες, τα μέλη των συνδικάτων. Πάλι δεν μίλησα, γιατί δεν ήμουν σοσιαλιστής. Στο τέλος όμως, όταν ήρθαν να πιάσουν εμένα, δεν είχε απομείνει κανένας για να μιλήσει» είπε ο Μπέρτολντ Μπρέχτ για τους ναζί. Η αντιμετώπιση του νεοφασισμού δεν είναι υπόθεση μόνο του κοινοβουλίου και του κύριου Δένδια, και οι συλλήψεις βουλευτών σίγουρα δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ότι το πρόβλημα έχει λυθεί. Είναι χρέος κάθε μέλους της κοινωνίας να αντιμετωπίσει τις ακραίες ιδεολογίες με νόμιμα μέσα, όπως υποστήριξε πρόσφατα στην ολομέλεια ο Μανώλης Γλέζος. Σε κάθε άλλη περίπτωση, επιτρέψτε μου να πιστεύω, πως αυτός ο τόπος θα γυρίσει όντως, Πενήντα χρόνια πίσω.

Σπύρος Κασάπης



" ΕΝΑ ΑΚΟΜΑ ΟΝΟΜΑ "

Στις 17/9/2013, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ο 34χρονος Παύλος Φύσσας, γνωστός μουσικός στην ελληνική χιπ-χοπ σκηνή με το ψευδώνυμο "Killah p", δέχεται δολοφονική επίθεση από οπαδούς φασιστικής - εθνικιστικής παράταξης. Αμέσως μετά ο δράστης συλλαμβάνεται από αστυνομικούς της ομάδας ΔΙ.ΑΣ. Στις 18/9/2013, κάθε αστικό κέντρο της Ελλάδας σείεται από διαδηλώσεις σχετικές με το συμβάν. Μέσα από την ενέργεια αυτή, αποδεικνύεται για άλλη μια φορά ότι οι φασίστες όχι απλά αδυνατούν να ανεχτούν το διαφορετικό, αλλά ότι αυτό που επιζητούν είναι η εξάλειψη της κάθε διαφορετικής άποψης. Η νοοτροπία τους δεν έχει ως βασική αρχή την απόδειξη των θέσεών τους μέσα από την προβολή της συλλογιστικής τους πορείας αλλά στηρίζεται στον αφανισμό των οποιωνδήποτε άλλων ιδεολογιών. Ένας άνθρωπος αυτής της λογικής δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός από καμία απολύτως σύγχρονη κοινωνία, πόσο μάλλον από την ελληνική, τη χώρα που γέννησε τη δημοκρατία. Ο "ονειρεμένος" κόσμος μιας φασιστικής ιδεολογίας είναι ένα σκληρό περιβάλλον, αυτό που περιέγραψε χρόνια πριν, το 1995, το αμερικανικό χιπ-χοπ συγκρότημα "Mobb Deep" στο τραγούδι "Survival of the fittest".
Δολοφονίες από παραστρατιωτικές οργανώσεις έχουν συμβεί πολλές φορές στη σύγχρονη ιστορία. Το αποτέλεσμα βέβαια μιας τέτοιας ενέργειας, της στοχοποίησης και θανάτωσης ενός ανθρώπου λόγω πολιτικών απόψεων, είναι η τρομοκρατία -με την κυριολεκτική έννοια της λέξης- των πολιτών. Πλέον όλοι διστάζουν να εκφράσουν την προσωπική τους πολιτική άποψη γιατί είναι φοβισμένοι. Ουσιαστικά αυτό που προκάλεσε η εγκληματική αυτή πράξη είναι μια πολύ μεγάλου βαθμού υποβάθμιση της ελευθερίας του λόγου. Είναι τραγικό όμως το ότι μετά από τα γεγονότα, μετά από τη λήξη των πορειών και διαδηλώσεων, όλα συνεχίζουν να κυλούν με τον ίδιο ρυθμό και την ίδια νωθρότητα, σαν να μη συνέβη τίποτα. Ακόμα μια δολοφονία από παρακρατικούς θα καταγραφεί στην ιστορία και ως εκεί. Οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τις εξελίξεις σαν μια ταινία δράσης. Παρακολουθούν τα δελτία ειδήσεων με αγωνία και ανυπομονούν να ακούσουν τις δηλώσεις πολιτικών σχετικά με τα συμβάντα. Λίγες μέρες αργότερα όλα ξεχνιούνται, όπως γίνεται πάντα, όπως έγινε και με τη δολοφονία του Α. Γρηγορόπουλου -όνομα που αρκετοί απλά θυμούνται αμυδρά- και με διάφορα άλλα περιστατικά. Πάντως, μετά από ένα τέτοιο γεγονός και τις αντίστοιχες αντιδράσεις, ένα μπορεί να είναι το γενικότερο συμπέρασμα που προκύπτει: η ελληνική κοινωνία έχει γίνει απίστευτα σκληρή και κυνική.


Γρηγόρης Κοψαχείλης

ΚΑΘΕ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΝΗΣΙ

Έστω ότι ο κόσμος μας είναι υδάτινος. Τότε είμαστε νησιά μέσα σε μία απέραντη θάλασσα.
Στη θάλασσα αυτή, αν θέλουμε να επιβιώσουμε, πρέπει πρώτα να εξερευνήσουμε το νησί μας, να ανακαλύψουμε τους θησαυρούς και τα εφόδια που έχουμε στη διάθεση μας και να τα αξιοποιήσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αρχικά, η διαδικασία αυτή της εσωτερικής αναζήτησης μας επιτρέπει να μάθουμε να επιβιώνουμε ως μονάδες πριν χτίσουμε γέφυρες για να προσεγγίσουμε τα άλλα νησιά, γιατί όταν οι καιρικές συνθήκες γίνουν αντίξοες, θα πρέπει να μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε μόνοι μας. Επιπλέον, με αυτόν τον τρόπο μας δίνεται η ευκαιρία να κάνουμε το χρέος μας απέναντι στη θάλασσα που μας φιλοξενεί, καθώς στο τέλος αυτής της αναζήτησης θα έχουμε βρει τι είναι αυτό που μπορούμε να προσφέρουμε στο σύνολο συμβάλλοντας στη βελτίωσή του.
Στην απέραντη αυτή θάλασσα, όμως, υπάρχουν και άλλα νησιά, με τα οποία μπορούμε να αλληλεπιδράσουμε ποικιλοτρόπως. Σε ορισμένα νησιά θα πάμε ως φιλοξενούμενοι, με μερικά θα υποχρεωθούμε να συμβιώσουμε, ενώ στη σχέση μας με άλλα θα είμαστε εμείς οι οικοδεσπότες.
Στην περίπτωση που αποφασίσουμε να επισκεφτούμε ένα νησί, θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι καταλλήλως και ανοιχτοί σε  αυτά που ενδέχεται να συναντήσουμε. Μερικά νησιά θα είναι εύφορα, κατάλληλα για εξερεύνηση, χωρίς εδαφικές ανωμαλίες. Άλλα μπορεί να είναι ξερά και απότομα με πολλά βουνά και η επιβίωση σε αυτά θα είναι δύσκολη και θα απαιτεί θυσίες. Μπορεί να θελήσουμε να μείνουμε σε κάποιο νησί για πάντα και άλλο να το θεωρήσουμε μία ικανοποιητική πρόσκαιρη στάση. Από ένα άλλο μπορεί να φύγουμε τρέχοντας ανακαλύπτοντας κάτι τελείως διαφορετικό από το αναμενόμενο ή να παγιδευτούμε και να μην μπορούμε να αποδράσουμε. Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να θυμόμαστε ότι είμαστε επισκέπτες και όχι κατακτητές, ότι έχουμε το δικό μας νησί και ότι δεν έχουμε καμία απολύτως ανάγκη να δέσουμε άρρηκτα τη ζωή μας με κάποιο άλλο. Η δημιουργία γέφυρας μόνιμης και καλά κτισμένης προϋποθέτει ότι και οι δυο πλευρές έχουν αντιληφτεί ότι αποτελούν μονάδες ξεχωριστές και αυτόνομες που απλώς επιλέγουν να παραλληλίσουν τις πορείες τους.
Με τα νησιά που θα αναγκαστούμε να συμβιώσουμε, τα πράγματα θα είναι πιο δύσκολα. Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της σχέσης, μπορεί να δημιουργήσει αρνητικό κλίμα. Και σε αυτές τις περιπτώσεις θα φάνει πόσο έχουμε αναπτύξει την προσαρμοστικότητά, την υπομονή και την επιμονή μας, πόσο εύκολα το βάζουμε κάτω, πόσο ικανοί είμαστε να ανακαλύπτουμε τα θετικά στοιχεία κάθε νησιού και να επωφελούμαστε από αυτά. Η συμβίωση αυτή θα αποτελέσει μία δοκιμασία από την οποία μπορεί να βγούμε είτε όλοι κερδισμένοι, είτε όλοι χαμένοι, ανάλογα με το πώς επιλέγουμε να βλέπουμε το ποτήρι: μισογεμάτο ή μισοάδειο; Το σίγουρο είναι πως όλα τα νησιά έχουν ένα τουλάχιστον θησαυρό, το θέμα είναι να τον ανακαλύψεις.
Και όσον αφορά τους επισκέπτες που θα δεχτούμε εμείς θα είναι πολλοί. Μερικοί θα εισβάλλουν χωρίς λόγο απλώς επειδή πιστεύουν πως μπορούν, ενώ άλλοι θα έρθουν μετά από πρόσκληση και θα είναι ευπρόσδεκτοι.
Όσον αφορά τους πρώτους, είναι αναπόφευκτοι. Το σημαντικό, όμως, είναι να ξέρουμε να προφυλάσσουμε το νησί μας. Όχι να χτίσουμε τείχη ψηλά και αδιαπέραστα, αλλά να μην είμαστε ευάλωτοι στον καθένα που θα αποφασίσει να κάνει επιδρομή. Αλλά ακόμα και όταν γίνει η επιδρομή, εμείς θα πρέπει να επιβιώσουμε με τα λιγότερα δυνατά τραύματα, να σηκωθούμε και να συνεχίσουμε, χωρίς να χάσουμε την εμπιστοσύνη μας. Πάντως, η προστασία, η φροντίδα και η επιλεκτικότητα είναι κάτι που οφείλουμε στο νησί μας, έτσι ώστε στο τέλος να μπορούμε να πούμε πως τον έλεγχο στο νησί μας τον είχαμε εμείς, ότι δεν μας ποδοπάτησε κανείς. Ίσως, όμως, οι απρόσκλητοι είναι αυτοί που μας κάνουν να εκτιμάμε αυτούς που σέβονται το χώρο του άλλου και δεν τον παραβιάζουν. Γίνεται με αυτόν τον τρόπο ένα ξεκαθάρισμα στο τι κρατάμε και τι πετάμε από το νησί.
Οι φιλοξενούμενοί μας, λοιπόν, θα είναι πολλοί. Άλλοι θα μείνουν πολύ και άλλοι λίγο. Από μερικούς θα μάθουμε πράγματα, θα πάρουμε χρήσιμες γνώσεις και θα είναι αυτοί που στο τέλος της διαμονής τους θα είμαστε καλύτεροι σε πολλά επίπεδα. Υπάρχουν, βέβαια, και αυτοί με τους οποίους θα περάσουμε καλά και θα διασκεδάσουμε, αυτοί που θα αποτελέσουν ένα ευχάριστο διάλειμμα. Αντίστοιχα σε ορισμένες περιπτώσεις εμείς θα είμαστε αυτοί που θα δώσουμε πράγματα και αυτές οι περιπτώσεις είναι που θα μας κάνουν περήφανους που βελτιωθήκαμε, γιατί έτσι βοηθήσαμε και κάποιον άλλο να γίνει καλύτερος. Κάποιοι, όμως, μπορεί να έρθουν στη ζωή μας σε μία φάση καταιγίδας ή μετά από κάποια λεηλασία και θα είναι αυτοί που θα μας βοηθήσουν να σωθούμε. Πρέπει πάντως θα ανοίγουμε το νησί μας και σε αυτούς που ψάχνουν καταφύγιο και να τους περιθάλπουμε μέχρι να είναι ξανά έτοιμοι να ανεξαρτητοποιηθούν και να επιστρέψουν στο νησί τους. Όπως και να έχει, κάθε σχέση θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με θετική διάθεση. Αν είμαστε ανοιχτοί σε προκλήσεις, θα συναντήσουμε και τα νησιά με τα οποία θα θελήσουμε να συνδεθούμε με γέφυρες.
Από τους πολλούς που θα έρθουν, λίγοι θα μείνουν για πάντα. Αυτοί θα είναι εκείνοι που όσο δύσκολο και αν είναι το κλίμα θα μείνουν και θα παλέψουν, γιατί θα είναι αποφασισμένοι, ότι βρήκαν το μέρος που τους ταιριάζει.   Μπορεί αυτοί που θα παλέψουν να μην είναι πολλοί, αλλά ποιος ξέρει; Μπορεί στο τέλος να βρούμε το νησί μας μέσα σ’ ένα σύμπλεγμα νησιών, νησιών με τα οποία θα θέλουμε να μείνουμε για πάντα μαζί.  

Χριστίνα Πασβάντη-Γκιόκα

ΑΛΛΑΖΩ- ΑΛΛΑΖΕΙΣ- ΑΛΛΑΖΕΙ.

Είναι γνωστό, είναι αυτονόητο, είναι αναμενόμενο. Όλα αλλάζουν και τίποτα δεν παραμένει ίδιο. Το πάντα και το ποτέ είναι ίσως από τις πιο άχρηστες λέξεις. Είναι απόλυτες και ίσως για το μόνο πράγμα που είναι χρήσιμες είναι για να μας δημιουργούν ψευδαισθήσεις, ότι θα είμαστε συνεχώς χαρούμενοι και ευτυχισμένοι. Είμαστε συνήθως εγκλωβισμένοι στο γνωστό τριπάκι «πόσο θα διαρκέσει» γιατί ακριβώς φοβόμαστε την αλλαγή. Κι όμως είναι αναπόφευκτη.
Φανταστείτε μια καθημερινότητα που δε θα αλλάζει. Κάθε φορά η ίδια ρουτίνα, οι ίδιες συνήθειες, ίδια πρόσωπα και ίδιες καταστάσεις. Ωραία. Τώρα φανταστείτε μια καθημερινότητα που οτιδήποτε μπορεί να αλλάξει από στιγμή σε στιγμή, από την ακύρωση ενός μαθήματος έως μια τέλεια βραδιά με φίλους. Είναι φανερό, ότι η αλλαγή φέρνει την ανανέωση, φέρνει το καινούργιο. Κι όμως συνεχίζουμε να είμαστε αρνητικοί και να φοβόμαστε την αλλαγή. Στην πραγματικότητα βέβαια δε φοβόμαστε όλες τις αλλαγές μόνο αυτές που δε θέλουμε, μόνο αυτές που μας στεναχωρούν. Με άλλα λόγια, μονά ζυγά δικά μας.
Το χειρότερο, λοιπόν, με τις αλλαγές που δεν θέλουμε είναι ότι δεν μπορούμε να τις ελέγξουμε. Δε μπορούμε να πούμε «ωπ εσύ μην αλλάξεις καλά είσαι έτσι». Κι έτσι είμαστε αναγκασμένοι να την δεχόμαστε, άλλωστε δεν έχουμε και άλλη επιλογή. Μαζί όμως με την αλλαγή μιας κατάστασης, για παράδειγμα, αλλάζει και η καθημερινότητα μας, ακόμα κι εμείς. Είτε το καταλαβαίνουμε, είτε όχι αλλάζουμε. Επηρεαζόμαστε και διαμορφώνουμε έναν χαρακτήρα ανάλογα με την καθημερινότητα μας, η οποία αλλάζει. Ντόμινο.
Ακούς άτομα να σου λένε «άλλαξες», τους απαντάς «τι εννοείς;» και αρχίζουν ένα δικό τους μονόλογο καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι δεν είσαι το ίδιο άτομο που ήσουν παλιότερα. Κάποιους, ορισμένες φορές, για κάποιο λόγο δεν τους συμφέρει η αλλαγή σου, αυτό όμως είναι άλλη κουβέντα. Το θέμα είναι ότι αυτή την αλλαγή πρέπει να την συνηθίσεις και να συμφιλιωθείς με την ιδέα ότι πας παρακάτω, προχωράς. Το στάσιμο είναι ίσως κουραστικό, ακόμα και βαρετό. Ποιος δε θα ήθελε μια ζωή γεμάτη εμπειρίες και στιγμές, άσχετα αν αυτές είναι καλές ή κακές. Μια ζωή γεμάτη δράση και εξέλιξη, σαν ένα ποτάμι που από το βουνό θα κάνει ένα μεγάλο ταξίδι για να καταλήξει στη θάλασσα. Αντίθετα, μια καθημερινότητα χωρίς αλλαγές θα ήταν μάλλον μια στάσιμη λίμνη, που τα νερά της δεν ανανεώνονται και στο τέλος γίνεται βούρκος. Και στην τελική το ποτάμι έχει ένα σκοπό, να καταλήξει στη θάλασσα. Ο σκοπός της λίμνης ποιος είναι; Ο βούρκος;
Το ένα θα φέρει το άλλο κα το άλλο το επόμενο, ώστε μέσα από τις αλλαγές να καταλάβεις ποιος είσαι και που πηγαίνεις. Μπορεί αυτό που είσαι τώρα να μην έχει καμία σχέση με αυτό που θα ήθελες να είσαι ή με αυτό που ήταν γραφτό να γίνεις. Μπορεί να είσαι ένας συνδυασμός. Σε κάθε περίπτωση, μέσα από τις αλλαγές κάποια στιγμή  θα βρεις τον εαυτό σου. Το θέμα είναι να μην αρνείσαι να τις δεχθείς, να μην μένεις προσκολλημένος στην προηγούμενη κατάσταση κι ενώ όλα γύρω σου προχωράνε, εσύ να μένεις πίσω. Από αυτόν τον αγώνα ο μόνος χαμένος θα είσαι εσύ. Αξίζει λοιπόν να χάσεις ότι μπορούσες να είχες βρει εάν προχωρούσες; Μάλλον όχι. Κι αν αντί να βρεις κάτι καινούργιο, χάσεις κάτι άλλο; Μια φιλία ή μια σχέση ή οτιδήποτε άλλο; Η λέξη κλειδί είναι το ρίσκο. Χωρίς να ρισκάρεις δε μπορείς να πας πουθενά. Όσο ωραία και εκπληκτικά να είναι τα πράγματα τώρα, εάν δεν προχωρήσεις κάποια στιγμή αυτά που έχεις τώρα θα σου φαίνονται ασήμαντα και κουραστικά. Μπορεί να χάσεις πράγματα, αυτά όμως που θα βρεις στην πορεία θα είναι πολύ περισσότερα.
 Κάποιοι θα πουν «εμένα δε μου αρέσουν τα ρίσκα, προχωράω αργά και σταθερά». Είναι όντως έτσι; Αυτοί που δεν είναι διατεθειμένοι να ρισκάρουν, θα πηγαίνουν μια ζωή πάσο, θα τυλίγονται με την ασφάλεια τους και θα προχωρούν. Θα νομίζουν ότι προχωρούν, γιατί στην πραγματικότητα δεν πάνε πουθενά, έχουν την αίσθηση ότι ελέγχουν τις καταστάσεις αλλά όταν θα φτάσει η στιγμή που θα συνειδητοποιήσουν το λάθος τους θα έχουν χάσει πολύ περισσότερα ακόμα και από αυτά που θα έχαναν αν ρίσκαραν. Και στην τελική δεν γίνεται να κερδίζουμε μόνο, ούτε να είμαστε συνέχεια χαρούμενοι, ούτε η ζωή μας να είναι καταπληκτική. Λένε ότι οι άσχημες μέρες υπάρχουν για να ξεχωρίζουμε και να θυμόμαστε τις καλές, όσο και να μας φαίνεται άδικο ή περίεργο ισχύει.
Είναι χαζό να πιστεύεις ότι κάποια πράγματα θα παραμείνουν ίδια. Μπορεί όντως να διαρκέσουν για πολύ, σε καμία περίπτωση όμως δεν θα μείνουν έτσι. Θα αλλάξουν, είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο, δεν έχει σημασία. Το θέμα είναι από πια οπτική γωνία θα το δεις. Οι απαισιόδοξοι θα σκεφτούν ότι έχασαν πράγματα που ποτέ δε θα ξαναβρούν, ενώ οι αισιόδοξοι ότι μετά από τα χειρότερα θα έρθουν τα καλύτερα. Στο χέρι σου είναι να αποφασίσεις. Και η αλήθεια είναι ότι έχουμε γεμίσει από μισοάδεια ποτήρια, είναι καιρός να γίνει μια αλλαγή. Προς το καλύτερο.

Μαριλένα Παππά

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ. ΚΡΑΖΕΙ ΕΛΕΥΘΕΡΑ.

Κάποιοι από εσάς ενδεχομένως έχετε ακούσει αυτό το όνομα. Κάποιοι άλλοι δεν έχετε ιδέα περί τίνος πρόκειται, και κάποιους άλλους σας αφήνει παγερά αδιάφορους. Το κείμενο αυτό κάνει μία διευκρίνιση για το Κοράκι. Το Κοράκι είναι μία εφημερίδα, ενδοσχολική, η οποία ευελπιστούμε πως μπορεί να επεκταθεί και εκτός των συνόρων του σχολείου. Πρόκειται στην ουσία για μία πρωτοβουλία της οποίας ηγήθηκε πέρυσι ο Κωσταντίνος Ζβες με τον Αλέξανδρο Γκορόπουλο και φέτος μετά την αποφοίτησή τους, η φετινή Τρίτη λυκείου ανέλαβε τα ηνία. Νιώθω την ανάγκη να αναφέρω τα ονόματά τους μόνο και μόνο από ηθικό χρέος για τη δημιουργία αυτής της εφημερίδας. Τίποτα παραπάνω, και τίποτα λιγότερο.
Είμαι σίγουρος πως, αν όχι όλοι, ένα τεράστιο μέρος από εσάς προβληματίζεται για διάφορα θέματα. Σκέφτεστε διάφορα πράγματα, στοχάζεστε κι όλας, και αναρωτιέστε αν είστε οι μόνοι. Απαντώ λοιπόν πως δεν είστε μόνοι, δεν είστε οι μόνοι. Το Κοράκι κατά βάση δίνει την ευκαιρία σε οποιαδήποτε σκέψη σας και οποιονδήποτε προβληματισμό σας να ακουστεί, και να γίνει έναυσμα και αφορμή προβληματισμού. Προφανώς, δεν πρόκειται για κάτι το υποχρεωτικό, και θέλουμε να ξεκαθαρίσουμε το γεγονός ότι δεν υπάρχει ουδενός τύπου υποχρέωση σ’αυτή την εφημερίδα. Εάν το δείτε σαν υποχρέωση, ξοδεύετε άδικα το μεράκι σας. «Το Κοράκι» απέχει πολύ από το μάθημα της έκθεσης. Η κάθε υποχρέωση σκοτώνει την κάθε μικρή δική σου σκέψη, που πίστεψέ με υπάρχουν άτομα εκεί έξω που θέλουν να την ακούσουν. Τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά. Οποιοσδήποτε είναι απόλυτα ελεύθερος και καλοδεχούμενος να γράψει και να προβληματιστεί για οτιδήποτε αυτός επιθυμεί, και να προβληματιστούμε κι εμείς μαζί του. Το λέει και το λογότυπο. ‘Κράζει ελεύθερα’, στα λογικά πάντα πλαίσια της μαθητικής κοινωνίας στην οποία ζούμε και συνυπάρχουμε καθημερινά.
Αυτή λοιπόν, η μαθητική κοινωνία σφύζει από ζωή και ενέργεια. Ο ρόλος του Κόρακος είναι να αποτυπώσει αυτή τη ζωηράδα, και να αποδείξει πως αυτή η μαθητική γενιά έχει κάτι να πει και κάτι να δώσει. Και σε τι ‘θέματα’ γράφουμε; Σε οτιδήποτε πέραν του τετριμμένου και του ανουσιώδους, καθώς γύρω μας επικρατεί το συνηθισμένο και είμαι σίγουρος πως όλοι σας έχετε βαρεθεί να βλέπετε τα ίδια και τα ίδια. Το Κοράκι προσπαθεί να δείξει τη μοναδικότητα και την ιδιαιτερότητα των σκέψεων του καθενός.
Και καθώς ανέφερα πολύ τον προβληματισμό και το πρόβλημα, για να μη δημιουργήσω και κανένα πρόβλημα θέλω να ξεκαθαρίσω πως κανένα από τα κείμενα δε χρειάζεται να είναι «βαθύ», «λόγιο», και κανένας επίδοξος συντάκτης δεν πρέπει να έχει στο μυαλό του τους βαθμούς της έκθεσής του. Κανένας εδώ δεν είναι Καζαντζάκης, τουλάχιστον ακόμα. Και το σημαντικότερο είναι πως βάση αυτής της εφημερίδας είναι όλοι ανεξαιρέτως οι μαθητές, και χωρίς αυτούς δε γίνεται να υπάρξει. Και με το να γράφει κάποιος τις σκέψεις του δεν εκτίθεται, δεν βγάζει τα άπλυτα του στη φόρα. Παρ’όλα αυτά, η ελευθερία του τύπου δέχεται και σέβεται την ανωνυμία, αν κάποιος την επιθυμεί, και το Κοράκι είναι απόλυτα εχέμυθο και ταυτόχρονα απόλυτα ανοιχτό σε οτιδήποτε.
Για περαιτέρω πληροφορίες, ψάξτε να με βρείτε, και η συνέχεια στα φύλλα.   korakiservetas2013@gmail.com


του Βασίλη Σερβετά

ΓΕΝΙΚΗ ΚΤΗΤΙΚΗ

Είναι προφανές ότι η χρήση του επωνύμου έχει επιβληθεί σε όλα τα αναπτυγμένα κράτη για ευνόητους λόγους, αλλά αν το ψάξουμε λίγο περισσότερο θα βρούμε ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην οποία τα γυναικεία επίθετα διαφέρουν από τα αντρικά ως προς την κατάληξη. Τα αντρικά επίθετα κλίνονται κανονικά και μπορούν να τεθούν σε όλες τις πτώσεις ανάλογα με τις ανάγκες της γλώσσας. Αντίθετα, τα γυναικεία έχουν έναν τύπο ο οποίος χρησιμοποιείται παντού. Σε αυτήν την παγίδα έπεσα και εγώ θέλοντας να θέσω γυναικείο επώνυμο σε πτώση γενική, πράγμα που δεν γίνεται! Η απάντηση είναι σχετικά απλή εκ πρώτης όψεως, τα επίθετα των γυναικών βρίσκονται ήδη σε γενική, πράγμα που δεν τους επιτρέπει να ξανατεθούν και κάπου εδώ ξεκινά το σκοτεινό κομμάτι…
Η γενική αυτή δεν είναι μία απλή, αθώα γενική, αλλά μία γενική κτητική, η οποία καθιστά τον προσδιοριζόμενο όρο προϊόν κατοχής! Κατευθείαν προκύπτει το εξής ερώτημα: πως γίνεται ένα επώνυμο να αποτελεί γενική κτητική, αφού οι άνθρωποι δεν ανήκουν σε κανέναν; Μήπως όμως δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα; Υπάρχει άραγε η πιθανότητα να υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που θεωρούν ότι κατέχουν κάποιον ή ότι κατέχονται από κάποιον; Ή ακόμα χειρότερα μήπως κάποιοι προσπαθούν να περάσουν μία τέτοια αντίληψη; Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία αναφορικά με τα επίθετα, ένα κορίτσι ανήκει στον πατέρα του και αργότερα έχει τη δυνατότητα, αν η ίδια το επιθυμεί, να εξουσιοδοτήσει ως κύριό της τον σύζυγό της, χωρίς, όμως ποτέ να μπορεί να γίνει κύρια του εαυτού της. Κάπου εδώ πρέπει να επισημανθεί το ότι τα αγόρια γεννιούνται ως «κύριοι», προσφώνηση που τους αναλογεί από την αρχή της ύπαρξής τους, ενώ τα κορίτσια είναι υποχρεωμένα να ζουν ως «δεσποινίδες» μέχρι να φιλοτιμηθεί κάποιος κύριος να τις καταστήσει «κυρίες». Παρά τη φαινομενικά πολύ δημοκρατική και αξιοκρατική νομοθεσία, παρατηρούμε πολλές παραλείψεις και ασάφειες στο θέμα των γυναικείων δικαιωμάτων. Έτσι γίνεται λίγο δύσκολο να πιστέψουμε ότι όλα τα παραπάνω είναι προϊόντα αμέλειας. Τώρα κατά πόσο πρόκειται για απομεινάρια παλαιότερων αντιλήψεων που πρέπει να αποβληθούν ή για εσκεμμένες ενέργειες είναι μία ερώτηση που ο καθένας οφείλει να αναλογιστεί. 
Αναμφισβήτητα η χώρα μας έχει κάνει τεράστια πρόοδο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα σχετικά με το θέμα της ισότητας των δύο φύλων. Και για να μην παρεξηγηθώ δεν υπονοώ ότι πρέπει να μην λαμβάνουμε υπόψη μας τις εγγενείς διαφορές των δύο φύλων, αλλά πιστεύω ακράδαντα στην υιοθέτηση μίας ισότιμης αντιμετώπισης που αξίζει σε ελεύθερους ανθρώπους και αναλογεί σε δημοκρατικές κοινωνίες. Τα επιτεύγματα είναι εμφανή στην καθημερινή ζωή, αλλά υπάρχουν ακόμα περιθώρια βελτίωσης, τα οποία πρέπει να διανύσουμε αν θέλουμε να θεωρούμαστε μία πολιτισμένη κοινωνία που σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Γνωρίζοντας το πόσο δύσκολο είναι να μεταποιηθούν εδραιωμένες αντιλήψεις, θέλω να κλείσω με ένα απόσπασμα από το ποίημα Ένα το χελιδόνι του Οδυσσέα Ελύτη, το οποίο αισθητοποιεί τον αγώνα που απαιτείται για τη διεκδίκηση οποιασδήποτε μορφής ελευθερίας. 

        Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή                                                        
για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή

της Χριστίνας Πασβάντη-Γκιόκα

ΓΙΑ ΣΕΝΑ

Και είναι και εκείνες οι νύχτες που δεν μπορείς να κοιμηθείς. Και όλα σε ενοχλούν. Τη μια ζεσταίνεσαι και την άλλη κρυώνεις. Και ξαφνικά ο ιδρώτας σου, μουσκεύει τις φύτρες απ’ τα μαλλιά σου. Και εσύ ανοίγεις τον ανεμιστήρα και κάθεσαι για λίγο μπροστά του- σου παγώνει γλυκά το πρόσωπο. Ευχαριστημένος, ξαναξαπλώνεις. Και μόλις ξαπλώσεις ξαφνικά πάλι όλα σε ενοχλούν. Ο ανεμιστήρας δεν φυσάει γλυκά όπως πριν. Σου φυσάει τα μαλλιά και αυτά πέφτουν ενοχλητικά πάνω στο μέτωπο σου και πάνω στους ώμους σου. Και αλλάζεις πλευρό κάθε λίγο. Μέχρι που εκνευρίζεσαι.
                        Γύρισα το μαξιλάρι μου από την άλλη πλευρά, τη δροσερή. Γύρισα ολόκληρη από την ανάποδη πλευρά του κρεβατιού .Έκλεισα τον ανεμιστήρα και έβγαλα τα ρούχα μου. Να νιώσω ελεύθερη –για λίγο, τώρα που όλοι κοιμούνται και είμαι μόνη. Έβαλα τα πόδια μου πάνω στον κρύο τοίχο και άνοιξα το παράθυρο.  Τι πιστεύεις πως μπορεί να σε σκοτώσει ευκολότερα, μια σφαίρα ή μια σκέψη;     
                        Μοναξιά δεν σημαίνει είμαι μόνος. Μοναξιά σημαίνει δεν σας καταλαβαίνω δεν με καταλαβαίνετε. Γι’ αυτό μη μου λες πως δεν είμαι μόνη. Γιατί η ώρα πήγε 4, πρωί Τετάρτης και πνίγομαι μέσα στο σκοτάδι του δωματίου μου με σκέψεις που συχνά κάνω και παριστάνω πως δεν τις έκανα ποτέ και κλείνω το πρόσωπο μου ανάμεσα στο μουσκεμένο μαξιλάρι μου και κοιτάω το δωμάτιο και το μόνο άτομο που βλέπω στον καθρέφτη είμαι εγώ, το μόνο άτομο που με καταλαβαίνει είμαι ΕΓΩ, το μόνο άτομο που με ακούει να κλαίω είμαι ΕΓΩ, ΜΗ ΜΟΥ ΛΕΣ ΠΩΣ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΜΟΝΗ ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΨΕΜΑ ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΜΟΝΟ ΑΤΟΜΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΕΙ ΝΑ ΟΥΡΛΙΑΖΩ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ. Μετά το είπα, και κατάλαβα πως άκουσες «όλα είναι καλά» και κατάλαβα πως άκουσα «Δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερα».
                                                Ξεκίνησα να γράφω νιώθοντας χαμένη. Νιώθοντας πως δεν ξέρω τι κάνω λάθος κάθε φορά και χάνω τους ανθρώπους από δίπλα μου. Νιώθοντας μπερδεμένη, εκνευρισμένη και αρκετά κουρασμένη σε σημείο να θέλω να τα αφήσω όλα πίσω μου και να φύγω. Αρχίζω βέβαια να επιβεβαιώνω ένα πράγμα˙ τα περισσότερα απ’ αυτά που λέμε αγάπη είναι εθιστικές προσκολλήσεις σε ανθρώπους ή πράγματα με το κίνητρο των εγωιστικών αναγκών για ασφάλεια, απόλαυση ή κυριαρχία. Πολλοί λίγοι από εμάς ή και κανένας αγαπούμε χωρίς εγωισμό ή χωρίς όρους, χωρίς να ψάχνουμε κάτι για τον εαυτό μας μέσα στη σχέση για αντάλλαγμα.
                        Είναι αστείο πως μπερδεύουμε την εμπιστοσύνη με τον ενθουσιασμό. Γυρνάω το κεφάλι μου από την άλλη πλευρά και τα μάτια μου είναι στραμμένα προς τον ξεθωριασμένο κίτρινο τοίχο μου. Πως είναι δυνατόν κάθε φορά που γνωρίζουμε κάποιον να νομίζουμε ότι είναι ο ένας; Προς όλες τις σχέσεις, φιλικές ή ερωτικές.  Πως μπορούμε να δώσουμε τα πάντα και εκείνοι να το εκτιμήσουν; Όπως εγώ δίνω τη ζωή μου σχεδόν σε ότι κάνω. Σχεδόν σε ό,τι μου ‘χει δώσει την ευκαιρία να ανοιχτώ. Και μόλις η ευκαιρία δοθεί, χάνω τον έλεγχο και τα δίνω όλα χωρίς να περιμένω να μου δώσουν κάτι πίσω. Μπορείς να με χαρακτηρίσεις εγωίστρια γιατί όλα αυτά στην πραγματικότητα τα κάνω πρώτα για μένα. Γιατί μου αρέσει ΕΜΕΝΑ να είσαι εσύ καλά.   Και ύστερα τίποτα. Είμαι πάλι μόνη εκεί όπου με είχα αφήσει. Να κοιτάω γύρω μου και να βλέπω χιλιάδες ανθρώπους και όταν ξανακοιτάζω να μην βλέπω κανέναν. Ξαναγυρνάω σε εκείνο το άδειο σπίτι που είναι γεμάτο με φωτογραφίες ανθρώπων που ήρθαν και έφυγαν.    
                        Καταλήγω πως ευκολότερα σε σκοτώνει η σκέψη.  Γιατί το όπλο διαθέτει σκανδάλη. Έχεις την επιλογή να την πατήσεις και την επιλογή να μην την πατήσεις. Να ζήσεις ή να πεθάνεις. Όμως η σκέψη είναι αυτή που θα ελευθερώσει τα λιοντάρια και θα σε κατασπαράξουν. Μπορεί να μην σε σκοτώσουν αλλά τι σημασία έχει; Είσαι ήδη νεκρός γιατί τα σημάδια θα σου υπενθυμίζουν συνεχώς πως τα λιοντάρια ήταν κάποτε εκεί, και ύστερα.. Πώς να ξεφύγεις από αυτά που τρέχουν μέσα στο μυαλό σου;

                        Τώρα που θα αναρωτηθείς γιατί γράφω ανώνυμα, θέλω να κάτσεις να σκεφτείς αν γενικά είσαι ειλικρινής. Θα σου απαντήσω εγώ. Όπως είπε και ο Σεφέρης, ο άνθρωπος είναι πάντα διπλός˙ εκείνος που πράττει κι εκείνος που βλέπει τον εαυτό του να πράττει, εκείνος που υποφέρει κι εκείνος που βλέπει τον εαυτό του να υποφέρει, εκείνος που αισθάνεται κι εκείνος που βλέπει τον εαυτό του να αισθάνεται. Όταν λέω «εγώ» τι εννοώ; Το Α ή το Β εγώ μου;  Κι αυτό δείχνει πως είναι σχεδόν αδύνατο να είναι κανείς ειλικρινής. Και τώρα, που πλέον τα δάκρια είναι γραφικά και το μελό ξεπερασμένο, σκέψου πως αυτό το έγραψες εσύ˙ ούρλιαξε όσο πιο δυνατά μπορείς και βγάλτα όλα. Όμως από μέσα σου. Έξω, λευκή σιωπή. Έξω, γλυκιά ηρεμία.

Α.Σ.

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Παρελθόν. Παρόν. Μέλλον. Μέσα σε αυτές τις τρεις λέξεις χωρίζεται η ζωή μας.  Καθώς κυλάει ο χρόνος γεγονότα και καταστάσεις αφού στην αρχή μας φαίνονταν ένα μακρινό μέλλον, καταλήγουν να γίνονται αναμνήσεις. Κάθε φορά παρακολουθούμε άπραγοι αυτό το παιχνίδι του χρόνου που συνεχίζει ακάθεκτο να τραβάει από πάνω μας πρόσωπα και καταστάσεις και να μας προσφέρει καινούργια ενώ εμείς προσπαθούμε να περιμαζέψουμε ότι έχει απομείνει. Συνεχώς ονειρευόμαστε το μέλλον και νοσταλγούμε το παρελθόν. Κυνηγάμε από τη μία το μέλλον και τραβάμε από την άλλη το παρελθόν όλο και πιο κοντά μας, προσπαθώντας να κρατήσουμε -όσο γίνεται- καταστάσεις που ίσως δεν τις ζήσαμε όσο θέλαμε ή δεν τις εκμεταλλευτήκαμε όσο μπορούσαμε. Δίνουμε σημασία σε ό,τι πρόκειται να έρθει ή σε ό,τι έχει ήδη φύγει και ξεχνάμε το παρόν. Γιατί; Το αιώνιο γιατί.
Γιατί τόσος αγώνας να φέρουμε κοντά μας το μέλλον ή έστω να προσπαθούμε να το ελέγξουμε; Γιατί περνάμε ώρες ατελείωτες σχεδιάζοντας το μέλλον ενώ γνωρίζουμε ότι η πιθανότητα να συμβεί αυτό που επιθυμούμε είναι μηδαμινή;  Ίσως επειδή το μέλλον κρύβει πίσω του μια αβεβαιότητα, μια αμφιβολία αλλά και μια πιθανότητα ότι οτιδήποτε μπορεί να συμβεί. Το μέλλον δεν το ζεις, μόνο το φαντάζεσαι και όπως και να το κάνουμε τα πράγματα ακούγονται και φαίνονται πολύ καλύτερα όταν είναι μέσα στο μυαλό μας.
Όλοι μας κάποτε έχουμε αναρωτηθεί πως θα μπορούσε να είναι η ζωή μας σε λίγα χρόνια από τώρα. Όλοι μας έχουμε ξενυχτήσει τουλάχιστον ένα βράδυ για να φτιάξουμε σενάρια που είναι σχεδόν αδύνατο να πραγματοποιηθούν. Κανείς όμως δεν γνωρίζει με βεβαιότητα τι θα συμβεί γιατί άλλωστε αυτή είναι η μαγεία, να μη γνωρίζεις τι θα σου ξημερώσει αύριο. Το μέλλον δεν είναι ουτοπία όπως θα θέλαμε να είναι, δεν είναι τέλειο, αξίζει ωστόσο να το έχουμε στο μυαλό μας ως κάτι το θαυμαστό, κάτι που όταν έρθει θα σου προσφέρει αυτά που τόσο καιρό ποθούσες.
Ενώ ,λοιπόν, κυνηγάμε το μέλλον, τραβάμε κοντά μας το παρελθόν. Γιατί κάποτε αυτό το παρελθόν μας είχε δώσει λίγες στιγμές ευτυχίας, στιγμές που θα ανταλλάζαμε οτιδήποτε για να τις πάρουμε πίσω. Κοσκινίζουμε, λοιπόν, το παρελθόν, κρατάμε μόνο τις καλές στιγμές και προσπαθούμε να τις φέρουμε κοντά μας.  Αναπολούμε καταστάσεις που δε θα θέλαμε ποτέ να τελειώσουν και προσπαθούμε να τις θυμόμαστε στο μυαλό μας με κάθε λεπτομέρεια, γιατί όσο κυλάει ο χρόνος οι αναμνήσεις φθείρονται και αυτό που απομένει είναι μια θολή εικόνα και δυο κουβέντες. Σε αντίθεση με το απρόσωπο και αβέβαιο μέλλον, το παρελθόν έχει μια ζεστασιά, μια νοσταλγία. Είναι αυτά που ζήσαμε, αυτά που νιώσαμε που ίσως δε θα ξαναγυρίσουν ποτέ πίσω με τον τρόπο που εμείς θα θέλαμε. Είναι οι καταστάσεις, τα γεγονότα, οι συνήθεις, οι στιγμές και τα πρόσωπα που πέρασαν και δε θα ξαναρθούνε. Και στη θέση αυτών θα έρθουν καινούργια από το μέλλον.
Με το παρόν όμως τι συμβαίνει; Κανείς, ποτέ, για κανένα λόγο δε μιλά για αυτό. Περιφρονημένο και αδικημένο, το παρόν συνδυάζει το παρελθόν και το μέλλον. Για να έρθει κοντά μας το μέλλον πρέπει να περάσει στο παρόν, μέσα από το παρόν το ζούμε. Καθώς, λοιπόν, το μέλλον γίνεται πλέον παρόν χάνει αυτό το μυστήριο που έκρυβε πίσω του. Η έννοια του χρόνου στο παρόν είναι πολύ διαφορετική από αυτή του παρελθόντος και του μέλλοντος. Φαίνεται σαν να φρενάρει ο χρόνος, να δίνει σημασία στα ασήμαντα και να ξεχνά τα σημαντικά, αυτά που περιμένουμε με λαχτάρα. Και ποιος ορίζει το τι είναι σημαντικό και τι ασήμαντο; Εμείς. Εμείς που περιμένουμε κάποια πράγματα. Συνεχώς περιμένουμε, συνεχώς είμαστε στην αναμονή για αυτό το «μετά» κι όταν τελικά έρθει αρχίζουμε να περιμένουμε το επόμενο «μετά». Είμαστε συνεχώς στραμμένοι στο μέλλον και ξεχνάμε ότι το τώρα και το εδώ είναι το ποιο σημαντικό. Το τώρα θα ορίσει το μετά. Το τώρα μπορείς να το αλλάξεις, μπορείς να το κάνεις όπως εσύ θέλεις.
Και καθώς περάνει ο χρόνος, άλλες φορές αργά και βασανιστικά κι άλλες χωρίς καν να το καταλάβουμε, το εδώ και το τώρα γίνεται εκεί και τότε. Γίνεται παρελθόν. Φεύγει, και τότε καταλαβαίνουμε ότι δε δώσαμε στο παρόν τη σημασία που χρειαζόταν, δεν το ζήσαμε όσο θα έπρεπε, αφού ήμασταν κολλημένοι στο μετά. Μετανιώνουμε. Μετανιώνουμε για όσα δε ζήσαμε, για όσα δεν κάναμε και για όσα δεν είπαμε αλλά πλέον είναι αργά. Έτσι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τις θυμόμαστε όσο μπορούμε με μια μικρή νοσταλγία. Κακά τα ψέματα, όταν το αργόσυρτο παρόν γίνεται παρελθόν, η θύμηση τα ωραιώνει και η φωνή της νοσταλγίας τα καλεί να ξαναγυρίσουν. Εξάλλου δεν είναι και λίγοι οι άνθρωποι που ζουν στο παρελθόν γιατί το τώρα για αυτούς δεν έχει καμία σημασία χωρίς τα πρόσωπα που έχασαν.

Ο χρόνος συνεχίζει να κυλάει, δεν ρωτά κανέναν. Σε στιγμές ασήμαντες μας φαίνεται να φρενάρει και να παρακολουθεί, ενώ αντίθετα σε σημαντικές για εμάς στιγμές νομίζουμε ότι επιταχύνει και τρέχει έτσι ώστε να μην προλάβουμε να χορτάσουμε καταστάσεις τις οποίες περιμέναμε ανυπόμονα. Στην πραγματικότητα όμως ο χρόνος είναι αντικειμενικός, το λάθος είναι δικό μας. Ας σταματήσουμε επιτέλους να νοιαζόμαστε για το μέλλον, που όταν για λίγο έρθει κοντά μας θα το περιφρονήσουμε αλλά στη συνέχεια καθώς θα φεύγει προς το παρελθόν θα το αναζητούμε. Ας κοιτάξουμε λίγο το τώρα, επειδή αλλιώς είναι να το ζεις, αλλιώς να θυμάσαι πως το έζησες και αλλιώς είναι να φαντάζεσαι πως θα το ζήσεις.

της Μαριλένας Παππά