Εσείς που ως αναγκαίο κακό αδιάφορα ξεχνάτε
όσα περνούν αναίτια οι δύστυχοι οι νέοι,
ίσως ποτέ δεν είδατε, μα ίσως δεν αγαπάτε
κι η γνώση αυτή μες στην ψυχή τον οίκτο δεν εμπνέει.
Τις μέρες τους αν βλέπατε ολόιδιες που περνούνε,
τις νύχτες που τις στράγγισαν απ’ όλη τη μαγεία,
την φαντασία την ξέχασαν, την έμπνευση σκορπούνε
για να κερδίσουν κάποτε στου κέρδους τη λατρεία.
Το σώμα τους αν βλέπατε το πρόωρα γερασμένο
χρόνια στο ξύλο σκέβρωσε που απόμεινε σκυφτό.
Το πρόσωπο το χλόμιασε η αγρύπνια, το κλαμένο
κι η αγωνία τους βάρυνε σα σύννεφο φριχτό.
Κρυμμένα πίσω πρόωρα απ’ το ψυχρό γυαλί
αν αντικρίζατε ποτέ τα σκοτεινά τους μάτια
που μέσα πήγε φώλιασε η απελπισία σκληρή
κι όνειρα καθρεφτίζονται που γίνανε κομμάτια.
Κι αν όλα αυτά τα βλέπατε τα βάσανα των νιάτων,
τι πια καλό θα κάνατε για τ’ άμοιρα παιδιά;
Ο χρόνος σας που πέρασε, πικρός σαν αθανάτων
σαν πέτρα την κατάντησε τη μαύρη σας καρδιά.
Κι έτσι κι εκείνα αδάκρυστα τη νιότη τους τη θάβουν
κι αδιάκοπα παλεύουνε σε αφέγγαρη νυχτιά.
Τον κόσμο που ονειρεύονται, τον κόσμο που δεν θα’ βρουν
ας πλάσουν αν μπορέσουνε τ’ άσπλαχνα γηρατειά!
Της Βασιλικής Σφακιανάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου