Φέτος νιώθω πως ένα κομμάτι μου πεθαίνει.
Κι είναι το κομμάτι που σκέφτεται, που γράφει, που ονειρεύεται... Είναι το κομμάτι που δημιουργεί. Μα πώς είναι δυνατόν, αναρωτιέμαι, να άφησα αυτό το μέρος του εαυτού μου, να παράτησα τις ασχολίες που με κάνουν να νιώθω πως κάτι κατάφερα, κάτι μικρό έφτιαξα και ‘γώ, κάτι σαν να προστέθηκε στην ύπαρξή μου;
Γιατί μαζί με αυτό που γεννιόταν από την προσπάθειά μου, γεννιόμουν και εγώ ξανά, γινόμουν καλύτερη, πιο χαρούμενη, πιο ολοκληρωμένη. Για τον καθένα η διαδικασία αυτή είναι διαφορετική. Άλλος γράφει, άλλος ζωγραφίζει, άλλος παίζει θέατρο, άλλος κιθάρα... Όλοι όμως ξέρουν –έστω στο περίπου– αυτό το κάτι που τους ταιριάζει και που αγαπούν.
Και φέτος, ξαφνικά, όλα αυτά τελείωσαν, ποιος έχει χρόνο για τέτοια; Το θέλεις, λες θα βρω ώρα, δεν θα διαβάζω πρωί-βράδυ, μία ωρίτσα θα την ξεκλέψω. Έρχεται όμως το απόγευμα και είσαι πτώμα, δεν έχεις τελειώσει και όλα τα μαθήματα, πάλι πασάλειμμα έκανες, και πεινάς και νυστάζεις, νυστάζεις! Πέφτεις για λίγο να ξαπλώσεις και όταν ξυπνάς έχει ήδη ξημερώσει κι εσύ αναρωτιέσαι: έτσι θα περάσει η ζωή; Να μην την καταλαβαίνεις, να μην την ευχαριστιέσαι, αλλά να περνούν οι ώρες και οι μέρες και είναι χειμώνας και σκοτάδι και όλα γύρω σου θυμίζουν θάνατο.
Και φέτος, ξαφνικά, όλα αυτά τελείωσαν, ποιος έχει χρόνο για τέτοια; Το θέλεις, λες θα βρω ώρα, δεν θα διαβάζω πρωί-βράδυ, μία ωρίτσα θα την ξεκλέψω. Έρχεται όμως το απόγευμα και είσαι πτώμα, δεν έχεις τελειώσει και όλα τα μαθήματα, πάλι πασάλειμμα έκανες, και πεινάς και νυστάζεις, νυστάζεις! Πέφτεις για λίγο να ξαπλώσεις και όταν ξυπνάς έχει ήδη ξημερώσει κι εσύ αναρωτιέσαι: έτσι θα περάσει η ζωή; Να μην την καταλαβαίνεις, να μην την ευχαριστιέσαι, αλλά να περνούν οι ώρες και οι μέρες και είναι χειμώνας και σκοτάδι και όλα γύρω σου θυμίζουν θάνατο.
Θέλεις να δεις τους φίλους σου, μα δε γίνεται –α, γράφω Αρχαία την Κυριακή– ο ένας, και ο άλλος –έχω να διαβάσω Ιστορία–. Και σε παίρνει τηλέφωνο ο παππούς και η γιαγιά και σου λένε πότε θα ‘ρθεις να μας δεις, μόνους μας άφησες και συ λες δεν ξέρω έχω διάβασμα και μέσα σου κλαις, γιατί έχουν δυο μήνες να δουν το εγγόνι τους οι άνθρωποι που σου έχουν δώσει τη ζωή τους.
Τα δευτερόλεπτά σου είναι σκόρπια εδώ κι εκεί, κι εσύ σκέφτεσαι πότε να γράψω ένα ποίημα, πότε να δω μια ταινία, πότε να βγω μια βόλτα, πότε να διαβάσω ένα βιβλίο που τελοσπάντων δεν θα χρειάζεται να μάθω την κάθε του λέξη απ’ έξω; Και πλανιέσαι άσκοπα, μη ξέροντας πού να επενδύσεις: στα μαθήματα ή σ’ αυτό που σου αρέσει, γιατί στο κάτω κάτω ένα αυτοκίνητο είμαστε κι αν δεν γεμίσουμε βενζίνη δεν μπορούμε να πάμε πουθενά, όπως μου είπε κάποιος κάποτε.
Και σε κυνηγάει και ο Ζβες, σου λέει θέλω να μου γράψεις ένα άρθρο για το Κοράκι, κι εσύ εντωμεταξύ έχεις πήξει στις εκθέσεις για το σχολείο και λες ωχ, κι άλλο γράψιμο; Μα, ξανασκέψου το μια στιγμούλα, γιατί αυτό το άρθρο μπορείς να το αξιοποιήσεις όπως θες, να γράψεις ό, τι θες και να ξαναβρείς τον παλιό σου εαυτό. Γιατί αυτές τις μικρές ευκαιρίες που μας δίνονται πρέπει να τις αρπάζουμε για να βρίσκουμε λίγο χώρο και να στριμώχνουμε αυτό που μας αρέσει.
«Δεν είναι εποχή για ποίηση κι άλλα παρόμοια», λέει ο Εγγονόπουλος, έλα όμως που τώρα είναι η εποχή, στην πραγματικότητα, δεν θα μπορούσε να υπάρχει καλύτερη.
Έχω γράψει ποιήματα
Έχω γράψει ποιήματα
Είναι μικρά
τα βήματα
μα δεν κωλώνω.
Έχω γράψει ποιήματα
Είναι μικρά
τα βήματα
μα δεν κωλώνω.
Γιατί μέσα από τη δημιουργία θα ζήσουμε, κι έχω μάλιστα την αίσθηση πως όλοι εδώ είμαστε έτοιμοι πια να δημιουργήσουμε κάτι μεγάλο, κάτι όμορφο, κάτι ξεχωριστό.
Εγώ τουλάχιστον το νιώθω ως ανάγκη.
Tης Τερέζας Μυτάκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου