Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

Τίς εἶ;


   Το πιο σημαντικό πράγμα που καλείται να γράψει ένας άνθρωπος περίπου στην ενηλικίωση είναι το βιογραφικό του. Βιογραφικό ονομάζουμε ένα κομμάτι χαρτί πάνω στο οποίο έχουμε συμπεριλάβει οτιδήποτε αξιοσημείωτο έχουμε κάνει στη ζωή μας, και το προωθούμε όπου μπορούμε με την ελπίδα ότι κάποιος, κάπου, για κάποιο λόγο θα ξεχωρίσει το δικό μας χαρτί από τα υπόλοιπα που συμπληρώνουν αυτή την τεράστια λίστα, θα του ρίξει μια ματιά και θα μας επιλέξει. Όμως με ποια κριτήρια συμπληρώνουμε ένα τέτοιο χαρτί; Με ποια στοιχεία περιγράφουμε τη ζωή μας σε έναν άγνωστο; Και, τελικά, αποκαλύπτουν τίποτα;
   Οι καιροί είναι ζόρικοι κι αυτή η γενιά θα το νιώσει περισσότερο από κάθε άλλον. Όλοι προετοιμάζονται πυρετωδώς για το μέλλον τους, όλοι οπλίζονται όσο καλύτερα μπορούνε για οποιονδήποτε επικείμενο κίνδυνο και φυλάγονται από όλες τις μεριές, γιατί ο κίνδυνος είναι πολύπλευρος και ύπουλος. Όλοι προσπαθούν να γεμίσουν αυτό το χαρτί για να δείξουν την πολύπλευρη προσωπικότητά τους και βρίσκονται μόνιμα σε κατάσταση ετοιμότητας ώστε να αδράξουν την ευκαιρία. Το κάθε τι αξιόλογο παίρνει τη θέση του σ αυτή την ατέλειωτη λίστα γεμάτη γεγονότα. Το αξιόλογο όμως ποιος το ορίζει;
   Πολλές φορές έχω ακούσει ανθρώπους να λένε ότι «θα το κάνω για να μπει στο βιογραφικό μου» ή «δε μ’ αρέσει αλλά είναι καλό για το βιογραφικό μου». Γιατί όμως φτάνουμε σε τέτοιο σημείο; Γιατί να κάνουμε πράγματα που δε μας εκφράζουν, για να εντυπωσιάσουμε ανθρώπους που δε γνωρίζουμε; Αυτή η λίστα συμπληρώνεται κατά κύριο λόγο με την σχολική πρόοδο, δηλαδή τον βαθμό, με τον αριθμό των ξένων γλωσσών που κάποιος γνωρίζει, με τον αριθμό των εξωσχολικών δραστηριοτήτων στις οποίες κάποιος έχει πάρει μέρος και με πολλά άλλα νούμερα. Δε θα ήταν παράλογο λοιπόν να υποθέσουμε ότι όταν κάποιος προσφέρει δουλεία ή μια θέση σε ένα πανεπιστήμιο δε ρωτάει «ποιος». Ρωτάει «πόσα».
   Στο βιογραφικό μας δε φαινόμαστε εμείς οι ίδιοι, γιατί μας κρύβουνε κάτι τεράστια νούμερα τα οποία καταλήγουν να ψηλώσουν παραπάνω από εμάς τους ίδιους. Γιατί όμως αναλωνόμαστε τόσο για να γίνουμε «τόσοι»; Γιατί έχουμε ξεχάσει πως πρέπει να γίνουμε «κάποιοι»; Κι όταν λέω «κάποιοι», δεν εννοώ ζάμπλουτοι και πασίγνωστοι, αλλά εννοώ άνθρωποι. Άνθρωποι μοναδικοί, ξεχωριστοί, άνθρωποι που δεν δύνανται να περιγραφούν από νούμερα και ποσά. Άνθρωποι οι οποίοι θα μένουν στην ιστορία για περισσότερα από το αποτύπωμά τους στην καρέκλα του γραφείου τους. Άνθρωποι οι οποίοι κρατάνε τα νούμερα για να μετράνε τις στιγμές τους.
   Κοιτάμε τι θα μας φέρει περισσότερα κέρδη, κι όχι τι θα μας ευχαριστήσει. Κι όσο ποιητικό, γραφικό και μελό κι αν ακούγεται όλοι σε κάποια στιγμή στη ζωή μας πετάξαμε τα κέρδη στην μπάντα και κοιτάξαμε κατάματα αυτό που μας ευχαριστεί. Και όσοι το έχουν αισθανθεί αυτό θα το ξανάκαναν χίλιες φορές, και θα το έκαναν κάθε στιγμή αν μπορούσαν. Και ποιος μπορεί να βάλει τιμή στην ευτυχία; Και ποιος δε θα πετούσε την κάθε βαρετή υποχρέωση για να βρεθεί στο μέρος που θέλει να βρίσκεται; Όσοι από εσάς που το διαβάζετε αυτό σκέφτεστε ένα συγκεκριμένο μέρος, πρόσωπο, στιγμή, κρατήστε το καλά ότι κι αν είναι αυτό. Κρατήστε το στο νου σας και προσπαθήστε να του βάλετε πάνω μια ταμπέλα μ’ ένα νούμερο.
   Κι όμως δε γίνεται, γιατί κάτι τέτοια είναι μοναδικά. Έτσι θα’ πρεπε να ‘μαστε και εμείς. Όσο μοναδικοί όσο ένα όνειρο, όσο τρελοί σαν μία σκέψη, όσο ανεπανάληπτοι όσο κι η ευτυχία. Και γιατί προσπαθούμε να λειάνουμε αυτά τα αυλάκια που μας διαφοροποιούν; Γιατί προσπαθούμε να κατηγοριοποιηθούμε; Και αφού εξισωθούμε όλοι, αφού καθίσουμε όλοι στριμωχτά ο ένας δίπλα στον άλλον, εκατομμύρια καρμπόν της ίδιας ιδεατής ζωής, γκρινιάζουμε για τον επί ίσοις όροις ανταγωνισμό και τη δυσκολία της διαφοροποίησης. Το απολωλός πρόβατο έχει καταλήξει κάτι το περίεργο. Όμως όλοι, από τη φύση μας είμαστε χαμένοι, σκορπισμένοι, διαφορετικοί και ίδιοι συνάμα. Όμως αντί να χρησιμοποιήσουμε τη διαφορετική αυτή πτυχή μας, την κρύβουμε πίσω από χιλιάδες νούμερα.
   Γεμάτες οι σελίδες μα άδειες οι στιγμές. Γεμίζουμε τις σελίδες με εντυπωσιακά στοιχεία, μα στο τέλος καταλαβαίνουμε ότι τα γεγονότα αυτά απαντάνε στο «πόσα». Και αν κατά τύχη κάποιος μας ρωτήσει «ποιος είσαι;», θα τον κοιτάξουμε αποσβολωμένοι και θα του απαντήσουμε τρεμάμενοι: «έβγαλα 19,3 στην τρίτη λυκείου». Γιατί κατά βάση ούτε εμείς οι ίδιοι δεν ξέρουμε πού πάμε, γιατί δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε.
   Θέλω να μπορέσω να γίνω «κάποιος», και όχι «τόσος». Και κάθε μέρα που περνάει προσπαθώ να ψηλώνω περισσότερο από τα νούμερα που με κατακτούν. Προσπαθώ να γεμίζω τις στιγμές μου, και αφήνω και τα νούμερα μου μικρά άμα χρειαστεί. Γιατί είμαι τυχερός που αισθάνομαι σε μια αναίσθητη εποχή, και κάθε μέρα που περνάει κοιτιέμαι στον καθρέφτη και αναρωτιέμαι. «Ποιος είμαι;»
Εσύ;

Του Βασίλη Σερβετά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου