Πλησιάζει μια εποχή που όλα την προσμονούν εναγωνίως.
Πλησιάζει μια εποχή που η πειθαρχία, η σύνεση και ο καθωσπρεπισμός δίνουν τη
θέση τους στην οκνηρία, στην τεμπελιά, στο «αραλίκι». Και ναι, αυτή η εποχή
είναι το καλοκαίρι. Μια εποχή ζεστή, ανέμελη, γεμάτη χαμόγελα. Μια εποχή που
χτίζει στιγμές, γεμίζει αποθέματα στην ψυχή μας για να’χουμε να θυμόμαστε τις
βασανιστικές κρύες νύχτες του χειμώνα, που χάνουμε το δρόμο και σκεφτόμαστε πως
όλα γύρω δεν έχουν πια νόημα. Όλοι έχουν ζήσει κάτι στιγμές σε παραλίες, σε
μέρη υπέροχα και απερίγραπτα ξεχασμένα από τον κόσμο. Μπροστά στη φωτιά της
παραλίας τα μεσάνυχτα όλοι βρίσκουν και χάνουν τον εαυτό τους. Κάτι τέτοιες
καλοκαιρινές ιστορίες, ανάμεσα σε παρέες, ζευγάρια και φίλους που’ναι μυστικές
είναι οι καλύτερες. Οι καλύτερες ιστορίες, λένε, είναι αυτές που δε θα διηγηθεί
ποτέ κανείς..
Υπάρχει κι
άλλο ένα στοιχείο στο καλοκαίρι. Ένα στοιχείο που το κάνει μεμιάς να χάσει τη
μαγεία του. Το στοιχείο του αποχωρισμού. Όλα φαντάζουν πιο κοντά το καλοκαίρι.
Η απόσταση από τη μία δε λέει πολλά, γι’αυτό κι ο καθένας παίρνει το δρόμο του,
ξεμακραίνει από όλους και όλα και χάνεται μέσα στην καλοκαιρινή μαγεία, κάπου
πίσω απ’τον κόσμο. Απ’την άλλη όμως, η απόσταση λέει τα πάντα, είναι τα πάντα,
γιατί όλα τα μακραίνει και όλα τα μικραίνει. Πόσο τρελός θα ακουγόμουνα αν
έλεγα ότι το καλοκαίρι εμένα με τρομάζει; Πιθανώς πάρα πολύ. Όμως, εμένα η
απόσταση είναι ένα πράγμα που μ’αδειάζει. Το μαγικότερο μέρος σ’όλον τον
πλανήτη, η ομορφότερη γωνιά ολόκληρης της γης είναι ένα τίποτα αν κάθεσαι εκεί
μόνος σου χωρίς τη συντροφιά που θέλεις. Η πιο ωραία παραλία, το πιο όμορφο
φεγγάρι κι η πιο ωραία φωτιά σβήνουν ξαφνικά στην άβυσσο της μοναξιάς. Κι εσύ
κάθεσαι εκεί μόνος σου, να αγναντεύεις το πέλαγος.
Πολλά
πράγματα μας κάνουν να μακραίνουμε αναμεταξύ μας. Υποχρεώσεις, δουλειές, λεφτά
και χίλιοι άλλοι λόγοι. Οι χίλιες δουλειές και οι χιλιάδες λόγοι που μας
απομακρύνουν κάπου στην πορεία θα μας καταστρέψουν κι όλας. Γιατί επιτρέπουμε
σε πράγματα που στην τελική μας τρώνε να μας καβαλήσουν, να μας ζέσουν με
χαλινάρια και να μας οδηγήσουν μακριά από κει που θέλουμε να είμαστε; Γιατί οι
υποχρεώσεις μας ορθώνονται μπροστά σε κάθε παραλία σαν τοίχος, και δεν μπορούμε
να τις προσπεράσουμε; Το διαταύθα είναι πως κάθε ένας από μας έχει ξεχάσει ένα
κομμάτι του κάπου σε μια ξεχασμένη παραλία. Κι ο μόνος λόγος που δε πάει να το
ανακτήσει είναι επειδή θέλει παρέα..
Υπάρχουν
άτομα τα οποία θέλουμε να βλέπουμε πάντα. Κι αν όχι πάντα, μια στο τόσο ρε
παιδιά. Άτομα που αγαπάμε κι αγαπάνε πίσω, άτομα τα οποία δίνουν νόημα σε κάθε
μας μιζέρια και σε κάθε καλοκαίρι. Είναι και θέμα εγωισμού ως κάποιο βαθμό:
βλέπεις γύρω σου τον κόσμο να γιορτάζει, κι εσύ ξέρεις καλά οτί χωρίς αυτό που
θες γιορτή καμια δε γίνεται. Είναι δύσκολο να παραδεχτεί κάποιος ότι δε περνάει
καλά την εποχή που φτιάχτηκε για καλοπέραση. Δύσκολο μα τόσο πια πραγματικό,
που φτάνει σε σημείο να σε τρομάζει. Κι αν έχεις κάτι στο μυαλό σου, μακριά
απ’το οποίο δεν τη βγάζεις, τότε κυνήγησε το. Μη τ’αφήσεις να φύγει. Και δε
μιλάω για το άλλο σου μισό, για την αγάπη της ζωής σου κι όλα αυτά τα
μελιστάλαχτα. Μιλάω για τους γονείς σου, που δε τους βλέπεις πια, μιλώ για τους
κολλητούς σου απ’τους οποίους μακραίνεις για όλους αυτούς τους λόγους. Μιλάω
για φίλους με τους οποίους έχετε ξεχάσει μαζί όλο το είναι σας κάπου κι αυτό
μένει εκεί και περιμένει αιώνια εσάς να το μαζέψετε. Πίστεψέ με, εκεί θα
μείνει, και θα σε περιμένει. Αλλά μην περιμένεις άλλο.
Ο φόβος μου
για το καλοκαίρι εκεί έγκειται. Σ’αυτήν την ρημάδα την απομάκρυνση και σ’αυτόν
τον αποχωρισμό. Σ’αυτό το αίσθημα που έχεις βαθία, που λέει ότι πρέπει να τα
κάνεις όλα το καλοκαίρι, πρέπει να ταξιδέψεις, να γνωρίσεις κόσμο, να γυρίσεις,
να μυρίσεις. Κι εσύ δε θες, γιατί κάπου πιο βαθιά κάπου αλλού ποθείς να βρίσκεσαι.
Κάπου αλλού, όπου να’ναι, αρκεί να’σαι μ’αυτούς που θες. Κι εσύ φοβάσαι να το
παραδεχτείς, γιατί θεωρείς πως έτσι ξοδεύεσαι, κλείνεσαι και καίγεσαι. Αλλά τι
αξία έχει το κάθε Παρίσι, η κάθε Νέα Υόρκη και κάθε νησί στην άκρη της γης με
φοίνικες και καρύδες, όταν εκεί θα νιώθεις μόνος και δε θα’χεις και κανέναν να
το μοιραστείς; Χίλιες φορές μέσα στην κάθε παρακμή μ’αυτούς που σε γεμίζουν
παρά μονάχος στη χλιδή.. Δε λέω, καλή και η χλιδή, και δεν εννοώ το ακριβό, το
κοσμοπολίτικο. Εννοώ το ευρέως διαδεδομένο, εννοώ εκεί που πάνε όλοι γιατί
κάποιος λέει ότι πρέπει. Δε ξέρω για σας, πάντως εγώ τα καλύτερά μου βράδια τα
ζησα με πέντε φίλους σε κάτι ξεχασμένα μέρη. Και θα τα ξαναζούσα άλλες χίλιες
φορές και δε θ’άλλαζα και τίποτα.
Δίκιο έχουν
όσοι λένε πως το μέρος δε λέει και πολλά. Μ’αυτούς που θες να είσαι να’σαι κι
όλα τ’άλλα έρχονται μετά. Και δε λέω, τα όμορφα τα μέρη αξίζουν, αλλά την
ομορφιά στα μέρη εμείς τη δίνουμε. Εμείς και τα χαμόγελα μας, τα γέλια μας κι
οι όμορφες στιγμές μας, που στα μέρη που τ’αφήσαμε πάντα θα τριγυρίζουν και θα
μας καλούν πίσω. Γι’αυτό και δεν έχει σημασία που θα πας και πόσο μακριά θα
είναι. Κάντε μονάχα μια χάρη στον εαυτό σας και μην πάτε όπου σας πάνε. Πάρτε
το δρόμο και πάντε εκεί που θέλετε, εκεί που ποθείτε μ’αυτούς που ποθείτε. Μην
πας στην παραλία για να τη βγάλεις φωτογραφία. Αν περάσεις καλά, η φωτογραφία
θα’ναι μέσα στο κεφάλι σου, απόθεμα για δύσκολες στιγμές που πας να σκάσεις.
Αυτό το καλοκαίρι ας μην κρατήσουμε κάτι μέσα μας, ας πάμε εκεί που θέλουμε κι
εκεί που όλα αποκτάνε νόημα. Ας πάρουμε το δρόμο χωρίς προορισμό, αλλά να’ναι
μ’αυτούς που θέλουμε. Γιατί όσο υπάρχουμε τίποτα δε μας χωρίζει. Κάποιοι λένε
μας χωρίζει ο δρόμος. Κι αυτό είναι όλο;
Πάρε το δικό σου δρόμο, κάνε τα δικά σου βήματα με αδέλφια
παραστάτες. Κι αν δε ξέρεις που να τον βρεις, μονάχα ένα θα σου πω:
‘Δεν είσαι μόνος, δεν είσαι ο μόνος.
Κι όλα είναι δρόμος.’
Καλό καλοκαίρι
να’χουμε.
του Βασίλη Σερβετά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου