«Τι στον κόρακα θα διαβάσω τώρα», αναρωτιούνται σίγουρα
πολλοί μετά απ’ αυτόν τον τίτλο. Ουάου. Ισχυρός τίτλος. Έχει μέσα το ΕΛΕΠΑΠ,
που αμέσως θίγει ένα πολύ λεπτό ζήτημα. Έχει μέσα και τη θλίψη, μια λέξη
συγκινησιακά φορτισμένη, που μας κάνει να νομίζουμε ότι αυτό που θα διαβάσουμε
μιλάει για κάτι πολύ συγκινητικό και ουσιώδες. Τέλος το θέαμα: η λογική και η
άμεση αντίληψη είναι «θα μιλήσει για την θλίψη που του προκαλεί το θέαμα αυτής
της κατάστασης». Η πιο «ψαγμένη» αντίληψη του νοήματος, το «reading behind the lines»: η θλίψη που του
προκαλεί το γεγονός ότι το ΕΛΕΠΑΠ αντιμετωπίζεται σαν θέαμα». Η αλήθεια που
βρίσκεται; Δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Είναι από τα κείμενα στα οποία γράφω
πρώτα τον τίτλο, για να μου θυμίζει όταν τον κοιτάω ότι για αυτό θέλω να
μιλήσω. Η σκέψη κυλάει ασταμάτητα, «η σκέψη είναι άναρχη και αυτόνομη», και
σύμφωνα με τις κρίσεις των φιλολόγων μου οι παράγραφοί μου είναι ένα
τουρλουμπούκι ιδεών και «wannabe»
αντιλήψεων περί κάποιου θέματος. Παραθέτω λοιπόν το πιο αριστοτεχνικό μου
τουρλουμπούκι, το κείμενο που προκαλεί κλάμα στους φιλολόγους λόγω της
προβληματικής του δομής, το μανιφέστο της αναρχίας της προβληματικής μου
σκέψης.
Κριτική.
Ένα δεύτερο ουάου. Μια λέξη επίσης συγκινησιακά φορτισμένη. «Μείον δύο
Βασιλάκη, δε θέλω να χρησιμοποιείς ωραιολογίες». Την κριτική τη δεχόμαστε
καθημερινά από παντού. Το παραμικρό βλέμμα, το πιο «αθώο» γελάκι, το πιο
φαινομενικά καθόλου επιτηδευμένο σχόλιο του συμμαθητή που δε χωνεύεις καθόλου.
Και φυσικά, η οποιαδήποτε κίνηση του καθηγητή, που έχει αυτή την ικανότητα να
σε ρίξει από το «βάθρο» σου. «Ποιο βάθρο ρε;» θα μου πείτε εσείς. Το βάθρο
λοιπόν στο οποίο ο καθένας χτίζει για τον εαυτό του. Όλοι είμαστε πάνω στον
θρόνο μας, και δεν επιτρέπουμε σε τίποτα να μας ρίξει από αυτό. Βεβαίως και
όλοι έχουμε ένα βάθρο. Το θέμα είναι ότι πολλοί δίνουν πολλή βαρύτητα σ’αυτό το
βάθρο, κάτι που συντελεί φυσιολογικά στην προβλεπόμενη κατάρρευσή του.
Ήδη εκτός
θέματος. «Ο τίτλος δε συμβαδίζει με την ροή του κειμένου». Δεκτό. Ξέρετε τι
αναρωτιόμουν ανέκαθεν, και κανένας καθηγητής δε μου το απάντησε ποτέ; Ο Ντοστογιέφσκι
προτιμούσε να χρησιμοποιεί τη διαίρεση ή το αίτιο-αποτέλεσμα στις παραγράφους
του; Επειδή λοιπόν αυτός ο μεγάλος συγγραφέας δεν καθόταν μέσα στο κρύο αγκαλιά
με τη βότκα του να σκεφτεί πως θα στήσει την αναλογία στην παράγραφό του,
επινοήσαμε και έναν όγδοο τρόπο ανάπτυξης παραγράφου. Τον συνδυασμό μεθόδων, ή
κοινώς το τουρλουμπούκι. Αγαπητοί μου καθηγητές, καταλαβαίνω πολύ καλά.
Προφανώς δεν είμαι ο Ντοστογιέφσκι. Και προφανώς, κατά πάσα πιθανότητα δεν
πρόκειται ποτέ να τον πλησιάσω. Και γι’ αυτό μου απαγορεύετε να χρησιμοποιώ
αυτόν τον τρόπο γιατί η σκέψη μου δε διακρίνεται καθαρά, δεν είναι δυνατό να
καταλάβει ένας άνθρωπος τι θέλω να πω γιατί ακριβώς δε ξέρω από πού αρχίζω και
που θέλω να τελειώσω. Πολύ καιρό συμβιβάζομαι, και προφανώς θα συμβιβαστώ στις
πανελλήνιες εξετάσεις. Όμως βαρέθηκα να ανακαλύπτω τρόπους να αποδεχτώ την κάθε
«αλάνθαστη» υπόδειξή σας, και να ψάχνω πάντα το δικό μου λάθος παντού. Δεν είμαι
τύπος που δεν παραδέχεται το λάθος του, αλλά είμαι τύπος που βαρέθηκε να
δέχεται έτσι την κρίση.
Νιώθω
ενοχές όταν αμφισβητώ. Ναι, αυτή τη στιγμή νιώθω άσχημα που τόλμησα να
αμφισβητήσω την οποιαδήποτε υπόδειξη. Και ξέρω πολύ καλά επίσης ότι οι διορθώσεις
δεν είναι στοχευμένες και γίνονται για το δικό μου καλό. Επίσης ξέρω ότι ποσώς
ενδιαφέρει βεβαίως τον κάθε καθηγητή πως αισθάνομαι εγώ. Και έρχομαι εγώ να πω
πως σ’αυτή τη σχέση αμοιβαίας κατανόησης είναι προφανές πως εγώ δεν μπορώ να πω
το ίδιο. Γιατί θα γίνω θρασύς. Γιατί δεν είμαστε ίσα κι όμοια, κι αυτό ευτυχώς
ή δυστυχώς δεν είναι ειρωνικό. Άλλωστε, σε μια σχέση εξάρτησης αναπτύσσονται
αισθήματα μίσους από αυτόν που άρχεται προς αυτόν που άρχει. Είναι φυσιολογικό,
είναι και στο βιβλίο της λογοτεχνίας (Όνειρο στο Κύμα, του Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη), παρόλα αυτά το αντιμετωπίζουμε ως κάτι ακραίο.
Δεν θέλω να
πω σ’αυτό το κείμενο πως βαρέθηκα την κριτική. Όχι, δεν θα το πω αυτό γιατί δεν
την βαρέθηκα. Την αντιμετωπίζω καθημερινά και θα την αντιμετωπίζω για την
υπόλοιπη ζωή μου, όσο δίκαιη και άδικη κι αν είναι. Ένα τεράστιο λοιπόν
ευχαριστώ σε όλους σας γιατί μου διδάξατε πώς να την υφίσταμαι. Να δηλώσω όμως
ότι ξεχάσατε να μου διδάξετε πώς να την ανέχομαι. Κι επειδή ποτέ δεν περιμένω
τον βούρδουλα για να μάθω κάτι, θα το διδαχθώ μόνος μου. Το άλλο θέμα είναι
πάλι τα λεπτά όρια δικαίου και άδικου, και εάν και κατά πόσο είμαι εγώ σε θέση
να διακρίνω τι από αυτά που μου λένε με προσβάλλει ή όχι. Αναζητώ πάντα την
πιθανότητα του δικού μου λάθους. Το επεξεργάζομαι πάντα. Ψάχνω παντού που έχω
άδικο, για να σβήσω αυτή τη φλόγα που έχω μέσα μου που μου λέει πάντα ότι έχω
δίκιο. Κι όμως αυτή η φλόγα υπάρχει για κάποιο λόγο μέσα μου. Το καλύπτετε
ωραιότατα με τις έννοιες «εφηβεία», «ανωριμότητα», «αδυναμία κρίσης», και
άλλους περίτεχνους όρους, αλλά δεν επεξηγείτε αυτό το υποτιθέμενο θέσφατο, το
οποίο μπορεί κάλλιστα να σας αφαιρέσει αυτά τα πολυπόθητα μόρια. Τι είναι
δίκαιο λοιπόν; Και τι είναι άδικο; Θέματα λεπτά, που καλύπτονται ελάχιστα στα
νομικά πλαίσια, αλλά είναι ικανά να καταστρέψουν την υπόληψη ενός ανθρώπου πολύ
περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη άνομη πράξη. Έχω λοιπόν βαρεθεί επίσης να
σβήνω αυτή τη φλόγα σύμφωνα με την κάθε υπόδειξη. Θα μου πείτε ότι «είναι
αναγκαίο να τη σβήνεις Βασιλάκη, γιατί αλλιώς θα καταστραφεί η κοινωνική συνοχή».
Διαβάζω κύριοι καθηγητές. Η κοινωνική συνοχή πηγάζει από όλους μας ξεχωριστά. Η
κοινωνία υπάρχει επειδή προτάσσουμε το συλλογικό έναντι του ατομικού
συμφέροντος. Κι όμως, αυτό που φαίνεται ότι θεωρείται αμελητέο στην προκειμένη
περίπτωση είναι ότι η κοινωνία φέρεται με τον ίδιο τρόπο στα μέλη της. Δούναι
και λαβείν; Σε μια μεταγενέστερη ανάγνωση, σίγουρα. Έχω όμως βαρεθεί να ψάχνω
το άδικό μου. Επιτρέψτε μου, παρακαλώ πολύ, να διατυμπανίσω αυτή την αδικία που
βλέπω γύρω μου που πηγάζει από παντού, γιατί αυτή τη φορά αρνούμαι να την
αναλάβω τη ρημάδα την ευθύνη. Κι αν θέλετε να με κατηγορήσετε ως αγνώμονα, κι
αν θέλετε να με πείτε ανόητο έφηβο έχετε κάθε δικαίωμα. Όμως έχω σιχαθεί την
μονομέρεια αυτής της αδικίας αγαπητοί μου.
Δεν
περιμένω να αποκομίσω καρπούς από τις πράξεις μου. Και δεν μιλάω για τιποτένια
νούμερα σε χαρτί, τα οποία θα ήθελα να τα κάψω όλα αν γίνεται γιατί μου
θυμίζουν αυτόν τον αγώνα, στον οποίο μετατρεπόμαστε σε κτήνη και προσπαθούμε να
αναρριχηθούμε στην κλίμακα του σκορ, να πατήσουμε επί πτωμάτων για να κάνουμε
στο τέλος τι; Θεσσαλονίκη-Κομοτηνή; ΘΛΙΨΗ. Μεγάλη μου θλίψη κυρίες και κύριοι.
Όλα αυτά τα αθώα «Πόσο πήρες;», όλα αυτά τα γελοία και απαράδεκτα βλέμματα πάνω
από τον ώμο του –κατά τα άλλα- φίλου μας, για να ανακαλύψουμε ότι τον περάσαμε
ή μας πέρασε στο διαγώνισμα. Συνειδητοποιείτε αγαπητοί μου συμμαθητές πόσο
γελοίοι είμαστε; Και μιλάμε για δικαιοσύνη και αδικία, και μιλάμε για
προσπάθεια της νέας γενιάς να φτιάξει τα πράγματα. Και εγώ θα κάνω παραπομπή σε
περσινό κείμενο του «Κόρακος», στο κείμενο του κυρίου Τσάμη που μιλάει για την
υγεία της σταφυλής ( http://tokorakee.blogspot.gr/2012/11/blog-post_881.html ). Εντελώς άλλο το θέμα, αλλά πάλι μου προκαλεί αίσθημα
αναγούλας το γεγονός ότι ζούμε σε τέτοια πλάνη. Αυτό όμως που με τρομοκρατεί
πραγματικά, και –πιστέψτε με- ξέρω πόσο βαρύ είναι αυτό το ρήμα, είναι το
γεγονός ότι το τι κρίνεται ηθικό και τι όχι σ’αυτή την κοινωνία που ζω εγώ
καθημερινά γίνεται με πολύ περίεργους τρόπους. Αυτό που δε μπορώ να καταλάβω
είναι πως είναι δυνατόν να παραβλέπουμε απαράδεκτες συμπεριφορές που
υποδηλώνουν διπροσωπία, αλαζονεία και μια τάση υπεροχής έναντι όλων, και να
καταδικάζουμε πράξεις άνομες μεν, κατά πολύ δε αθωότερες, απλώς επειδή αυτές
ανακουφίζουν την κοινή γνώμη. Ο «Κόραξ» κράζει ελεύθερα, σε λογικά όμως πάντα πλαίσια.
Ο νοών νοείτω. Η χρήση πρώτου πληθυντικού δεν αναφέρεται μόνο στον προφανή
παράγοντα της ηγεσίας, για να μην παρεξηγούμαστε, αλλά και σε όλους τους
πολυαγαπημένους μου συμμαθητές που κατακρίνουν κάποιες πράξεις χωρίς να κοιτάνε
την κατά πολύ περισσότερο λερωμένη φωλιά τους. Κι αν αυτό που λέω δεν είναι
κατανοητό ή προφανές, φταίει η άναρχη σκέψη μου και η αδύναμη κρίση μου. Ο
καθένας τη φωλιά του. Και μετά των αλλωνών.
Όλα αυτά
περί δικαίου και άδικου μου θυμίζουν, σ’αυτό το απαράδεκτο από άποψη δομής
κείμενο, την επίσκεψη της τρίτης λυκείου στο ίδρυμα ΕΛΕΠΑΠ στις 16/12/13. Να
επισημανθεί ότι αυτή τη στιγμή που γράφω το κείμενο είναι 11/12/13, και δεν θα
είμαι στην επίσκεψη αυτή λόγω υποχρεώσεων (τι γιορτή σας ετοιμάζουμε, βρε!).
Δεν ξέρω τι θα γίνει εκεί πέρα. Δεν μπορώ να ξέρω, άλλωστε. Όμως προβλέπω, όπως
και ο καθένας. Η επίσκεψη αυτή θα έχει έναν χαρακτήρα λύπης. Κι αν χρειάζονται
κάτι αυτοί οι άνθρωποι είναι ο απεριόριστος σεβασμός μας κι όχι η λύπη μας. Αν
κάποιος έπρεπε να λυπάται τον άλλον, είναι προφανές ότι τα παιδιά θα έπρεπε να
λυπούνται εμάς. Γιατί όταν αντικρίζεις ένα παιδί με ένα τέτοιο πρόβλημα στα
μάτια και συνειδητοποιείς ότι σε κοιτάει πραγματικά στα μάτια, και δεν τον
νοιάζει να σε ξεπεράσει σε τίποτα, παρά χρειάζεται έναν άνθρωπο να του σταθεί,
τότε συνειδητοποιείς ότι η ευφυΐα σου σε πρόδωσε και ότι άλλος είναι ο
καθυστερημένος στο δωμάτιο. Κι αν σας ξενίζει αυτή η λέξη αγαπητοί μου
υποκριτές, δείτε τι σημαίνει κυριολεκτικά και καταλάβετε ότι έτσι την
χρησιμοποιώ. Ο πατέρας μου λέει «δεν υπάρχουν βρώμικες λέξεις, μόνο βρώμικα
μυαλά». Κι εγώ έρχομαι να το προσαρμόσω και να πω ότι οι λέξεις δεν προσβάλλουν
κάποιες φορές παρά μόνο τα μυαλά που περιμένουν από παντού την προσβολή. Αυτός
ο σιχαμερός υποκριτικός καθωσπρεπισμός. Συγκαλύπτουμε διάφορα με ωραία ονόματα.
Ειδικές ικανότητες. Διανοητικά προβλήματα. Ανωμαλία στην σεξουαλική προτίμηση.
Η πιο ξεκάθαρη μορφή υποκριτικής κοινωνικής σύμβασης. Μας ανακουφίζει όταν
προσδίδουμε τέτοιους χαρακτηρισμούς; Προσπαθούμε για άλλη μια φορά να τα
ισοπεδώσουμε όλα και να μικρύνουμε τις διαφορές με τον «κοινό άνθρωπο»;
Άκρως
αποτυχημένη παραγραφοποίηση. Διακοπή του κειμένου στην κορύφωση της παραγράφου.
Το βασικό θέμα είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι διαφέρουν. Και για κάποιο λόγο αυτό
είναι κακό, και προσπαθούμε να αμβλύνουμε τις διαφορές μέσω εντυπωσιακών
χαρακτηρισμών. Αυτό δεν είναι τάχα ωραιολογία; Η ριζική αντίθεση είναι ότι από
τη μία προσπαθούμε να εντάξουμε το διαφορετικό στη μάζα, και από την άλλη με
αυτή μας ακριβώς την πράξη καταφέρνουμε ακριβώς το αντίθετο. Μερικά παιδιά στο
ΕΛΕΠΑΠ έχουν διανοητικά προβλήματα, και εξοργίζομαι μόνο στην ιδέα ότι κάποιοι
συμμαθητές μου θα κοιτάξουν αυτά τα παιδιά, αυτό το ΘΕΑΜΑ με λύπη. Και όχι με
αυτή τη συμπονετική λύπη, αλλά με τη λύπη της υπεροχής, με τη λύπη του «αχ μωρέ
το καημένο… δε σου φέρθηκε σωστά η μοίρα…». ΘΛΙΨΗ. Και ένα μεγάλο ποσοστό
αίσχους. Κάνω έκκληση, όταν τα κοιτάξετε τα παιδιά στα μάτια να θυμηθείτε πόσο
καιρό έχετε να κοιτάξετε κάποιον με αυτόν τον τρόπο. Έχουμε φτάσει στο σημείο
να θεωρούμε αυτή την αθωότητα αδυναμία. Και δεν είμαι σε θέση να ξέρω αν αυτά
τα παιδιά καταλαβαίνουν τη σκοπιμότητα της επίσκεψης, πάντως αν το
καταλαβαίνουν είναι απίστευτα δυνατότεροι από εμάς τους ίδιους.
Δεν
κατακρίνω την ίδια την επίσκεψη, ούτε τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει.
Κατακρίνω τον τρόπο με τον οποίο κάποιοι θα αντιμετωπίσουν τη συγκεκριμένη
επίσκεψη. Κακά τα ψέματα, αυτές οι εκδρομές δίνουν κάποιο ερέθισμα. Ποιος θα
πήγαινε αλλιώς στο ΕΛΕΠΑΠ; Γιατί καλή και η κριτική, αλλά εγώ προσωπικά στο ΕΛΕΠΑΠ
δεν είχα πάει, και ούτε σε κάποιο άλλο ίδρυμα. Τώρα η πρόφαση είναι η Τρίτη
λυκείου, οι υποχρεώσεις ή όλη αυτή η αντίληψη; Δεν είμαι σίγουρος. Όμως, περί
πρόφασης πρόκειται. Και με μεγάλη θλίψη το παραδέχομαι, αλλά είναι αλήθεια. Και
αυτή είναι μια ευθύνη που θα αναλάβω.
Αυτό το
κείμενο κάπως έτσι φτάνει προς το τέλος του. Και όχι επειδή δεν έχω τι να πω.
Να μην αρχίσω να μιλάω καλύτερα. Όπως είναι προφανές, ο επίλογος ενός
κακοδομημένου κειμένου δεν είναι επίλογος: είναι μια ακόμα παράγραφος. Αυτό θα
μου δώσει την ευκαιρία να πω ένα ακόμη ευχαριστώ σε όλους τους «καθώς-πρέπει»
ανθρώπους που αντικρίζω καθημερινά. Να είστε καλά. Γιατί μέσα από αυτό το
«δήθεν» σας, και συγγνώμη αλλά δεν μπορώ να το αποδώσω πιο εύστοχα, μου
διδάξατε πραγματικά ότι οι άνθρωποι περιμένουν να απογοητευτούν από σένα. Και ο
λόγος είναι ότι θα έχουν από κάπου να πιαστούν για να σε ρίξουν από το «βάθρο»
σου. Η κριτική, το «δήθεν», ο καθωσπρεπισμός στη χειρότερη και πιο υποκριτική
έκφανσή του είναι πολλά από αυτά που αντικρίζω καθημερινά. Δε βγάζω έξω τα
καλά, σε καμία περίπτωση. Ακολουθώ άλλωστε το παράδειγμά σας: ποιος τα κοιτάει
τα καλά; «Έχω απογοητευτεί μαζί σου». Βεβαίως και έχετε απογοητευτεί μαζί μου,
και με τον διπλανό μου, και με τα πάντα κατά πάσα πιθανότητα. Δε ξέρω που να το
αποδώσω. Ίσως να φταίει το γεγονός ότι έχετε απογοητευτεί από εσάς τον ίδιο.
Όμως αυτό το μανιφέστο της αδύναμης και άναρχης σκέψης μου θα τελειώσει αισιόδοξα,
παρά τις όποιες προσπάθειές σας να επιτύχετε το αντίθετο. Και σας παρακαλώ πολύ
όλους σας να συνεχίσετε να ξετρυπώνετε τα μικρά ψεγάδια. Μόνο να προσέξετε,
γιατί μου φαίνεται ότι τα κουβαλάτε όλα στην πλάτη σας.
Νάτη πετιέται απο ξαρχής
κι αντριεύει και θεριεύει.
Και ποια είναι αυτή που αντριεύει και θεριεύει; Η ρωμιοσύνη,
ας το πούμε έτσι. Κολλάει αυτή η λέξη παντού, έχει πολλές εκφάνσεις. Η
αισιοδοξία λοιπόν αυτού του κειμένου σ’αυτό ακριβώς έγκειται: στο γεγονός ότι
ό,τι και να γίνει, θα το καμακώσει το θεριό η ρωμιοσύνη. Και για άλλη μια φορά
τελειώνω «θριαμβολογώντας», με «ωραιολογίες». Αγαπητοί μου υποκριτές, να με
συγχωρείτε πολύ για το κακογραμμένο αυτό κείμενο. Θα συμβιβαστώ. Θα γράφω όπως
πρέπει. Θα γίνω «καθώς-πρέπει». Και θα το κάνω αυτό, επειδή πλέον ξέρω ότι αυτό
θα σας στοιχίσει.
Σερβετάς Βασίλης