Δὲ λυγᾶνε τὰ ξεράδια Καὶ γι᾿ αὐτόνε τὸν ἐρίφη Ἡ ψυχή μου θὲ νὰ δράμῃ Ἂν τὸ δίκιο θές, καλέ μου,
καὶ πονᾶνε τὰ ρημάδια! ἐκουβάλησα τὴ νύφη
στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τ᾿ Ἀβράμη, μὲ τὸ δίκιο τοῦ πολέμου
στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τ᾿ Ἀβράμη, μὲ τὸ δίκιο τοῦ πολέμου
Κούτσα μία καὶ κούτσα δυὸ καὶ τὴν προῖκα της βουνό, τ᾿ ἄσπρα, τ᾿ ἀχερένια του θὰ τὸ βρῇς.
Ὅπου ποθεῖ τῆς ζωῆς τὸ ρημαδιό!
τὴν τιμή της οὐρανό!
νὰ φιλάει τὰ γένια του! λευτεριά, παίρνει σπαθί.
Ὅπου ποθεῖ τῆς ζωῆς τὸ ρημαδιό!
τὴν τιμή της οὐρανό!
νὰ φιλάει τὰ γένια του! λευτεριά, παίρνει σπαθί.
Μεροδούλι, ξενοδούλι! Ἀλλὰ ἐμένα σὲ μία σφήνα Γέρασα κι᾿ ὡς δὲ φελοῦσα Μὴ χτυπᾷς τὸν ἀδερφό σου-
Δέρναν οὗλοι: ἀφέντες, δοῦλοι,
μ᾿ ἔδεναν τὸ Μάη τὸ μήνα κι᾿ ἀχαΐρευτος κυλοῦσα, τὸν ἀφέντη τὸν κουφό σου!
μ᾿ ἔδεναν τὸ Μάη τὸ μήνα κι᾿ ἀχαΐρευτος κυλοῦσα, τὸν ἀφέντη τὸν κουφό σου!
οὗλοι: δοῦλοι, ἀφεντικὸ στὸ χωράφι τὸ γυμνὸ μὲ πετάξανε μακριὰ Καὶ στὸν ἵδρο τὸ δικὸ
καὶ μ᾿ ἀφήναν νηστικό. νὰ γκαρίζω, νὰ θρηνῶ. νὰ μὲ φᾶνε τὰ θεριά. γίνε σὺ τ᾿ ἀφεντικό.
Τὰ παιδιά, τὰ καλοπαίδια, Κι᾿ ὁ παπὰς μὲ τὴν κοιλιά του Κωλοσούρθηκα καὶ βρίσκω Χάιντε θῦμα, χάιντε ψώνιο
παραβγαίνανε στὴν παίδεια μ᾿ ἔπαιρνε γιὰ τὴ δουλειά του στὴ σπηλιὰ τὸν Ἅη-Φραγκίσκο: χάιντε Σύμβολον αἰώνιο!
μὲ κοτρόνια στὰ ψαχνά, καὶ μοῦ μίλαε κουνιστός: «Χαῖρε φῶς ἀληθινὸν Ἂν ξυπνήσεις, μονομιᾶς
φοῦχτες μῦγα στ᾿ ἀχαμνά! «Σὲ καβάλησε ὁ Χριστός! καὶ προστάτη τῶν κτηνῶν! θά ῾ρτη ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς.
Ανωχώρι, Κατωχώρι Δούλευε γιὰ νὰ στουμπώσει Σῶσε τὸ γέρο κυρ Μέντη Κοίτα! Οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει
ἀνηφόρι, κατηφόρι, ὅλ᾿ ἡ Χώρα κι᾿ οἱ καμπόσοι. ἀπ᾿ τὴν ἀδικιὰ τ᾿ ἀφέντη, κι᾿ ἔχ᾿ ἡ πλάση κοκκινήσει
καὶ μὲ κάμα καὶ βροχή, Μὴ ρωτᾷς τὸ πῶς καὶ τί, σὺ ποὺ δίδαξες ἀρνὶ κι᾿ ἄλλος ἥλιος ἔχει βγῇ
ὥσπου μοῦ ῾βγαινε ἡ ψυχή. κι᾿ ἄλλο πόδι)
παρασφίξουνε τὰ γέρα, τὸ διπλό του τὸ γλωσσίδι
παρασφίξουνε τὰ γέρα, τὸ διπλό του τὸ γλωσσίδι
ὄργωνα στὰ ρέματα θὰ ξεκουραστῶ κι᾿ ἐγώ, πίσω ἀπὸ τὴν ἀστοιβιὰ
τ᾿ ἀφεντὸς τὰ στρέμματα. τοῦ θεοῦ τ᾿ ἀβασταγό! βγάζει καὶ κουνάει μὲ βιά:
Καὶ στὸν πόλεμ᾿ «ὅλα γιὰ ὅλα»
Κι᾿ ὅταν ἕνα καλὸ βράδυ «Φῶς ζητᾶνε τὰ χαϊβάνια
κουβαλοῦσα πολυβόλα θὰ τελειώσει μου τὸ λάδι κι᾿ οἱ ραγιάδες ἀπ᾿ τὰ οὐράνια,
νὰ σκοτώνωνται οἱ λαοὶ κι᾿ ἀμολήσω τὴν πνοὴ μὰ θεοὶ κι᾿ ὀξαποδῶ
γιὰ τ᾿ ἀφέντη τὸ φαΐ. (ἕνα ποὺφ εἶν᾿ ἡ ζωή), κεῖ δὲν εἶναι παρὰ δῶ.
«Το 54 είναι μια εναλλακτική ομάδα αποτελούμενη από σκεπτόμενους μαθητές. Ενωμένοι, αποσκοπούμε στη δραστηριοποίηση όλων των φορέων του εκπαιδευτικού συστήματος με στόχο την αποτελεσματικότερη διαχείριση της γνωστικής διαδικασίας»...
Η ομάδα 54 υφίσταται εδώ και 7 μήνες και δρα μέσα στο σχολείο μας άλλοτε κρυφά κι άλλοτε φανερά, όπως στην προκειμένη περίπτωση.
Ο λόγος για τον οποίο γίνεται αυτή η δημοσιοποίηση, είναι για να καταστεί φανερό ότι το 54 υπάρχει ανάμεσά μας. Μαζί με αυτό υπάρχουν μαθητές που δεν είναι ευχαριστημένοι με το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα και επιτρέψτε μας να προσθέσουμε πως σε μερικούς τομείς είμαστε δυσαρεστημένοι και με το ίδιο μας το σχολείο. Αυτό όμως θα το αναλύσουμε σε επόμενες τοποθετήσεις. Σχετικά με το ποίημα αυτό καθ αυτό: Πρόκειται για την Μπαλάντα του Κυρ Μέντιου του συγγραφέα Κώστα Βάρναλη που ίσως ορισμένοι γνωρίζετε από τη μελοποιημένη έκδοση του Νίκου Ξυλούρη ή του Νότη Σφακιανάκη. Το κείμενο πραγματεύεται την ιστορία ενός γαιδάρου, του Μέντιου, ο οποίος μετά από συνεχή και επίπονη εκμετάλλευση των καλύτερων χρόνων του καταλήγει μόνος, παραφρονημένος κι αδύναμος, ψυχολογικά και σωματικά όταν αντιλαμβάνεται πως έπρεπε να είχε αντισταθεί και να παλέψει. Είναι όμως πια αργά.
O Κώστας Βάρναλης (Πύργος Βουλγαρίας 1884- Αθήνα 1974) ήταν Έλληνας λογοτέχνης. Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική και μεταφράσεις. Τιμήθηκε το 1959 με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν.
|
Για εμάς ο Μέντιος συμβολίζει το μαθητή του σήμερα. Ο μαθητής πέφτει θύμα των καθηγητών, του υπουργείου, του συστήματος ακόμα και των συμμαθητών του. Αντί να ακονίζει το μυαλό του και να γίνεται ‘’ Άτομο με σφαιρική γνώση και κριτική σκέψη’’ με ‘’ Άποψη για τα όσα συμβαίνουν στην κοινωνία’’1 και με ένα λαμπρό μέλλον μπροστά του, ο μαθητής είναι βαθμοθήρας, μονόπλευρος, απομονωμένος και αποχαυνωμένος, με μια φράση γνωστικά ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΣ και μελλοντικά ανεπαρκής (αν και στην κοινωνία των τυφλών κυβερνάει ο μονόφθαλμος). Όλοι όμως ξέρουμε πως ‘’Aν ξυπνήσεις μονομιάς, θά ρθει ανάποδα ο ντουνιάς’’.‘’Oι άλλοι έχουν κινήσει’’, ήρθε η ώρα να κινήσεις κι εσύ και να ανταποκριθείς και στο συνολικό νόημα του ποιήματος: το κάλεσμα για επαγρύπνηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου